Anonymous

σκατοφάγος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui mange des excréments ; <i>p. ext.</i> avare.<br />'''Étymologie:''' [[σκατός]], gén. de [[σκώρ]] et [[φαγεῖν]].
|btext=ος, ον :<br />qui mange des excréments ; <i>p. ext.</i> avare.<br />'''Étymologie:''' [[σκατός]], gén. de [[σκώρ]] et [[φαγεῖν]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκᾰτοφάγος''': -ον, ([[φαγεῖν]]) ὁ ἐσθίων κόπρον ἢ ἀκαθαρσίας, Έπίχ. 34 Ahr., Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 237· ἐπίθετον τοῦ Ἀσκληπιοῦ μετ’ ἀναφορᾶς (καθ’ ἅ λέγει εἷς τῶν Σχολιαστ.) πρὸς ἀκάθαρτόν τινα ἕξιν τοῦ Ἱπποκράτους, Ἀριστοφ. Πλ. 706, πρβλ. Ὑπόθ. μετρ. τῶν τοῦ Ἀριστοφ. Ἱππέων.
|elnltext=σκατοφάγος -ον, ὁ [σκῶρ, φαγεῖν] stront-eter, hufter.
}}
{{elru
|elrutext='''σκᾰτοφάγος:''' (φᾰ) досл. поедающий экскременты, перен. неопрятный Arph., Men.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σκᾰτοφάγος:''' -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει περιττώματα ή ακαθαρσίες, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σκᾰτοφάγος:''' -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει περιττώματα ή ακαθαρσίες, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκᾰτοφάγος:''' (φᾰ) досл. поедающий экскременты, перен. неопрятный Arph., Men.
|lstext='''σκᾰτοφάγος''': -ον, ([[φαγεῖν]]) ὁ ἐσθίων κόπρον ἢ ἀκαθαρσίας, Έπίχ. 34 Ahr., Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 237· ἐπίθετον τοῦ Ἀσκληπιοῦ μετ’ ἀναφορᾶς (καθ’ ἅ λέγει εἷς τῶν Σχολιαστ.) πρὸς ἀκάθαρτόν τινα ἕξιν τοῦ Ἱπποκράτους, Ἀριστοφ. Πλ. 706, πρβλ. Ὑπόθ. μετρ. τῶν τοῦ Ἀριστοφ. Ἱππέων.
}}
{{elnl
|elnltext=σκατοφάγος -ον, ὁ [σκῶρ, φαγεῖν] stront-eter, hufter.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκᾰτο-[[φάγος]], ον, [[φαγεῖν]]<br />[[eating]] [[dirt]], Ar.
|mdlsjtxt=σκᾰτο-[[φάγος]], ον, [[φαγεῖν]]<br />[[eating]] [[dirt]], Ar.
}}
}}