Anonymous

σκήπτω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>seul. prés. et ao.</i> ἔσκηψα, <i>pf.</i> ἔσκηφα;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> lancer avec force : [[βέλος]] ESCHL un trait ; <i>fig.</i> σκ. ἀλάστορα [[εἴς]] τινα EUR lancer un vengeur (du crime) contre qqn;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> s'élancer avec force contre, tomber de tout son poids sur : πέδῳ sur le sol ; <i>abs.</i> s'élancer;<br /><i><b>Moy.</b></i> σκήπτομαι (<i>f.</i> σκήψομαι, <i>ao.</i> ἐσκηψάμην);<br /><b>A.</b> <i>intr.</i> s'appuyer sur : τινι sur qch ; <i>abs.</i> σκήπτεσθαι OD s'appuyer sur un bâton;<br /><b>B.</b> <i>tr.</i> <b>I.</b> lancer avec force contre, faire retomber sur : [[τί]] τινι qch sur qqn;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> lancer devant soi, mettre en avant, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> prétexter : [[τι]] [[πρός]] τινα qch auprès de qqn ; <i>abs.</i> σκήπτεσθαι [[πρός]] τινα THC s'excuser auprès de qqn;<br /><b>2</b> feindre : ἔκστασιν [[τῶν]] λογισμῶν PLUT un trouble d'esprit ; avec l'inf. : ἀρρωστεῖν PLUT feindre d'être malade ; avec [[ὡς]] : feindre que.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαπ, s'appuyer ; cf. [[σκῆπτρον]], [[σκήπων]], <i>lat.</i> scapus, scamnum, scipio.
|btext=<i>seul. prés. et ao.</i> ἔσκηψα, <i>pf.</i> ἔσκηφα;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> lancer avec force : [[βέλος]] ESCHL un trait ; <i>fig.</i> σκ. ἀλάστορα [[εἴς]] τινα EUR lancer un vengeur (du crime) contre qqn;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> s'élancer avec force contre, tomber de tout son poids sur : πέδῳ sur le sol ; <i>abs.</i> s'élancer;<br /><i><b>Moy.</b></i> σκήπτομαι (<i>f.</i> σκήψομαι, <i>ao.</i> ἐσκηψάμην);<br /><b>A.</b> <i>intr.</i> s'appuyer sur : τινι sur qch ; <i>abs.</i> σκήπτεσθαι OD s'appuyer sur un bâton;<br /><b>B.</b> <i>tr.</i> <b>I.</b> lancer avec force contre, faire retomber sur : [[τί]] τινι qch sur qqn;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> lancer devant soi, mettre en avant, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> prétexter : [[τι]] [[πρός]] τινα qch auprès de qqn ; <i>abs.</i> σκήπτεσθαι [[πρός]] τινα THC s'excuser auprès de qqn;<br /><b>2</b> feindre : ἔκστασιν [[τῶν]] λογισμῶν PLUT un trouble d'esprit ; avec l'inf. : ἀρρωστεῖν PLUT feindre d'être malade ; avec [[ὡς]] : feindre que.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαπ, s'appuyer ; cf. [[σκῆπτρον]], [[σκήπων]], <i>lat.</i> scapus, scamnum, scipio.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκήπτω''': Αἰσχύλ.· μέλλ. σκήψω (ἐπι-) Πλάτ. Θεαίτ. 145 C· ἀόρ. ἔσκηψα Τραγ.· πρκμ. ἔσκηψα (ἐπ-) Διογ. Λ. 1. 117· ― Μέσ., μέλλ. σκήψομαι Ἡρόδ., Ἀττικ.· ἐσκηψάμην Ἀττικ. ― Παθ., ἀόρ. ἐσκήφθην Ἐπιγραφ. ἐν Böckh. Urk. σ. 214, (ἐπ-) Πλάτ.· πρκμ. ἔσκημμαι (ἐπ-) Ἰσαῖ. 39. 15. (Ἐκ τῆς √ΣΚΑΠ παράγονται καὶ τὰ σκᾶπος (Δωρ.), σκῆπτρον, σκηπάνιον, σκήπων ([[σκηρίπτω]]), ὡσάυτως σκηπτός, σκῆψις· καὶ ἐξ ἑτέρας ῥίζης ΣΚΙΠ, σκίπων, σκίμπτω· πρβλ. [[σκηρίπτω]]· Λατιν. scã-pus, scip-io, scõp-us, scam-num· Ἀρχ. Σκανδιν. skap-t· Ἀρχ. Γερμ. scaf-t (shaft)). Ι. [[ὑποστηρίζω]], [[ὑπερείδω]], [[πιέζω]] τι ἐπί τινος. Παθ. καὶ μέσ., στηρίζομαι, ἀκκουμβῶ ἐπί τινος, πτωχῷ .. ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι, σκηπτόμενον Ὀδ. Ρ. 203, 338, Ω. 158· ἐπὶ τετραυματισμένου ἀνθρώπου, αὐτῷ σκηπτόμενον (ἐξυπακ. τῷ ἄκοντι) Ἰλ. Ξ. 457· Βάκτρῳ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 198· μεταφορ., ἀκκουμβῶ, στηρίζομαι ἐπί τινος προσώπου ἢ πράγματος, μάρτυρι Δημ. 915. 14., 921. 13. 2) μετ᾿ αἰτ. πράγματ., [[προβάλλω]] πρὸς ὑποστήριξιν, [[ἀναφέρω]] πρὸς δικαιολογίαν, τὴν βίαν σκήψασ᾿ ἔχει = σκήπτει, Εὐρ. Ἑλ. 834· ― ἀλλ᾿ ἡ [[σημασία]] αὕτη [[εἶναι]] συνηθεστάτη ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[ἀναφέρω]] εἰς ὑπεράσπισίν τινος, ὑπέρ τινος, τὸ σκηπτόμενοι οἱ Πέρσαι Ἡρόδ. 5. 102· σκ. τὸ μὴ εἰδέναι ὁ αὐτ. 7. 28· σκήπτεσθαί τι [[πρός]] τινα Θουκ. 6. 18, Πλάτ. Σοφιστ. 217Β· σκ. ἀσθένειαν, [[ἀναφέρω]] ἢ προσποιοῦμαι νόσον, Πολύβ. 40. 6, 11· σκ. πρόφασιν Ba-t Ep. Cr. 201· ― [[ὡσαύτως]] μετ᾿ ἀπαρ., προσποιοῦμαι ὅτι εἶμαι, σκήπτομαι [[ἔμπορος]] [[εἶναι]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1027, πρβλ. Πλ. 904, Δημ. 69. 13, κτλ.· σκ. [[εἶναι]] φυλῆς τινος Λυσ. 166. 34· μετ᾿ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., [[ἀναφέρω]] ἢ ἰσχυρίζομαι ὅτι .., σκ. [τινα] παίζοντα λέγειν Πλάτ. Θεαίτ. 145C, πρβλ. Ἰσαῖ. 57. 25· οὕτω, σκ. τοῦτο ὡς .. Αἰσχίν. 88. 21· σκ. ὅτι .. Πλάτ. Συμπ. 217D· ― ἀπολ., σκήπτεσθαι ὑπέρ τινος, συνηγορῶ ὑπέρ τινος, [[ὑπερασπίζω]] τινά, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 864D. ΙΙ. ὡς τὰ [[ἐνσκήπτω]], [[ἐνσκίμπτω]], [[ἐπισκήπτω]], ἀφίνω νὰ πέσῃ ἐπί τινος, [[ἐξακοντίζω]] κατά τινος, [[ἐκσφενδονίζω]], [[ἐκτοξεύω]], [[βέλος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 366· μεταφορ., σκ. ἀλάστορα εἴς τινα Εὐρ. Μήδ. 1333· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, σκήψασθαι κότον τῇ γῇ Αἰσχύλ. Εὐμ. 801. 2) ἀμετάβ., [[πίπτω]] [[βαρέως]], πέδῳ (ἢ [[πέδοι]]) σκήψασα, καταπεσοῦσα εἰς τὴν [[ὑποκάτω]] πεδιάδα, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 749· Διὸς ἔριν πέδῳ (ἢ [[πέδοι]]) σκήψασαν ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 429· ἐπὶ λοιμοῦ, σκήψας ἐλαύνει ... πόλιν Σοφ. Ο. Τ. 28· λίμνην [[ὑπὲρ]] Γοργῶπιν ἔσκηψε [[φάος]], ἔπεσον αἱ ἀκτῖνές του, ἐφώτισε ..., ἐπὶ τοῦ φωτὸς τῆς φρυκτωρίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 302, πρβλ. 308, 310.
|elnltext=σκήπτω act. met acc. met kracht wegschieten:; βέλος ἠλίθιον σ. een projectiel tevergeefs afschieten Aeschl. Ag. 366; zie ook onder 2b. intrans. met kracht neerkomen, inslaan:. ἐς τόδε σκήπτει στέγος φάος op dit huis sloeg het licht neer Aeschl. Ag. 310. med. met dat. leunen tegen, steunen op:; αὐτῷ σκηπτόμενον daarop (op een speer) leunend Il. 14.457; overdr.: σὺ δ’ ἑνὶ σκήπτει μάρτυρι jij bent afhankelijk van (slechts) één getuige Dem. 34.28. met acc., overdr. (ter verontschuldiging) aanvoeren, voorwenden:; οὐ... σκήψομαι τὸ μὴ εἰδέναι τὴν ἐμεωυτοῦ οὐσίην ik zal niet aanvoeren dat ik mijn eigen vermogen niet ken Hdt. 7.28.1; zelden act.. τὴν βίαν σκήψασ’ ἔχεις dat geweld van jou is een voorwendsel Eur. Hel. 834. met inf. voorwenden, pretenderen:. ἔμπορος εἶναι σκήψομαι ik zal doen of ik een handelaar ben Aristoph. Eccl. 1027; πῶς ἄν... πεποιηκέναι σκήψαιτο; hoe zou hij kunnen pretenderen (dat) gedaan te hebben? Dem. 6.13.
}}
{{elru
|elrutext='''σκήπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[упирать]], [[опирать]], med.-pass. опираться: [[ἐδύσετο]] σκηπτόμενος Hom. он вошел, опираясь (на посох); σκηπτόμενος (τῷ ἄκοντι) Hom. опершись на копье;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. med.-pass., перен. опираться, ссылаться, указывать: τὴν βίαν σκήψασ᾽ ἔχεις (= σκήπτεις) Eur. принуждение для тебя (лишь) предлог; σκήπτεσθαι μάρτυρί τινι Dem. ссылаться на кого-л. как на свидетеля; οὐ σκήψομαι τὸ μὴ [[εἰδέναι]] Her. я не стану отговариваться незнанием; τὸ σκηπτόμενος Her. под этим предлогом; σκήπτεσθαί τι πρός τινα Thuc. приводить кому-л. что-л. в свое оправдание; ὁ σκηπτόμενος [[ὑπὲρ]] τοῦ ποιήσαντος Plat. заступающийся за виновного; (ἡ [[φυλή]]), ἧς τινος εἶναι σκήπτοιτο Lys. фила, к которой он, по его словам, принадлежит;<br /><b class="num">3)</b> тж. med. [[бросать]], [[метать]], [[пускать]] ([[βέλος]] Aesch.); насылать (ἀλάστορα εἴς τινα Eur.): σκήψασθαι κότον τινί Aesch. обрушить свой гнев на кого-л.;<br /><b class="num">4)</b> [[обрушиваться]], [[падать]]: [[πέδοι]] σκήψασα Aesch. рухнув на землю; σκήψας ἐλαύνει λοιμὸς πόλιν Soph. обрушившись, мор мучает город (Фивы); ἔσκηψεν [[φάος]] Aesch. хлынул свет.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''σκήπτω:''' μέλ. <i>-σκήψω</i>, αόρ. <i>ἔσκηψα</i> — Μέσ., μέλ. <i>σκήψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσκηψάμην</i> — Παθ., παρακ. <i>ἔσκημμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[υποστηρίζω]], [[στηρίζω]], [[ακουμπώ]] [[κάτι]] [[απέναντι]] από ή πάνω σε [[κάτι]] [[άλλο]]· Παθ. και Μέσ., στηρίζομαι σε [[ραβδί]] ή [[μπαστούνι]], σε Όμηρ.· μεταφ., στηρίζομαι, [[εναποθέτω]] τις ελπίδες μου σε κάποιον ή [[κάτι]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[προβάλλω]] προς [[υποστήριξη]], [[προβάλλω]] ως [[δικαιολογία]], [[προφασίζομαι]], σε Ευρ.· στη Μέσ., [[προβάλλω]] εκ μέρους κάποιου, προκειμένου να τον υπερασπιστώ, σε Ηρόδ., Θουκ.· με απαρ., [[προσποιούμαι]] ότι, σε Αριστοφ., Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ρίχνω]], [[εκσφενδονίζω]], [[εκτοξεύω]], σε Αισχύλ.· μεταφ., [[σκήπτω]] ἀλάστορα εἴς τινα, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., [[πέφτω]] με [[δύναμη]], [[βαριά]], [[ενσκήπτω]], [[επιπίπτω]], σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''σκήπτω:''' μέλ. <i>-σκήψω</i>, αόρ. <i>ἔσκηψα</i> — Μέσ., μέλ. <i>σκήψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσκηψάμην</i> — Παθ., παρακ. <i>ἔσκημμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[υποστηρίζω]], [[στηρίζω]], [[ακουμπώ]] [[κάτι]] [[απέναντι]] από ή πάνω σε [[κάτι]] [[άλλο]]· Παθ. και Μέσ., στηρίζομαι σε [[ραβδί]] ή [[μπαστούνι]], σε Όμηρ.· μεταφ., στηρίζομαι, [[εναποθέτω]] τις ελπίδες μου σε κάποιον ή [[κάτι]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[προβάλλω]] προς [[υποστήριξη]], [[προβάλλω]] ως [[δικαιολογία]], [[προφασίζομαι]], σε Ευρ.· στη Μέσ., [[προβάλλω]] εκ μέρους κάποιου, προκειμένου να τον υπερασπιστώ, σε Ηρόδ., Θουκ.· με απαρ., [[προσποιούμαι]] ότι, σε Αριστοφ., Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ρίχνω]], [[εκσφενδονίζω]], [[εκτοξεύω]], σε Αισχύλ.· μεταφ., [[σκήπτω]] ἀλάστορα εἴς τινα, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., [[πέφτω]] με [[δύναμη]], [[βαριά]], [[ενσκήπτω]], [[επιπίπτω]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκήπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[упирать]], [[опирать]], med.-pass. опираться: [[ἐδύσετο]] σκηπτόμενος Hom. он вошел, опираясь (на посох); σκηπτόμενος (τῷ ἄκοντι) Hom. опершись на копье;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. med.-pass., перен. опираться, ссылаться, указывать: τὴν βίαν σκήψασ᾽ ἔχεις (= σκήπτεις) Eur. принуждение для тебя (лишь) предлог; σκήπτεσθαι μάρτυρί τινι Dem. ссылаться на кого-л. как на свидетеля; οὐ σκήψομαι τὸ μὴ [[εἰδέναι]] Her. я не стану отговариваться незнанием; τὸ σκηπτόμενος Her. под этим предлогом; σκήπτεσθαί τι πρός τινα Thuc. приводить кому-л. что-л. в свое оправдание; ὁ σκηπτόμενος [[ὑπὲρ]] τοῦ ποιήσαντος Plat. заступающийся за виновного; (ἡ [[φυλή]]), ἧς τινος εἶναι σκήπτοιτο Lys. фила, к которой он, по его словам, принадлежит;<br /><b class="num">3)</b> тж. med. [[бросать]], [[метать]], [[пускать]] ([[βέλος]] Aesch.); насылать (ἀλάστορα εἴς τινα Eur.): σκήψασθαι κότον τινί Aesch. обрушить свой гнев на кого-л.;<br /><b class="num">4)</b> [[обрушиваться]], [[падать]]: [[πέδοι]] σκήψασα Aesch. рухнув на землю; σκήψας ἐλαύνει λοιμὸς πόλιν Soph. обрушившись, мор мучает город (Фивы); ἔσκηψεν [[φάος]] Aesch. хлынул свет.
|lstext='''σκήπτω''': Αἰσχύλ.· μέλλ. σκήψω (ἐπι-) Πλάτ. Θεαίτ. 145 C· ἀόρ. ἔσκηψα Τραγ.· πρκμ. ἔσκηψα (ἐπ-) Διογ. Λ. 1. 117· ― Μέσ., μέλλ. σκήψομαι Ἡρόδ., Ἀττικ.· ἐσκηψάμην Ἀττικ. ― Παθ., ἀόρ. ἐσκήφθην Ἐπιγραφ. ἐν Böckh. Urk. σ. 214, (ἐπ-) Πλάτ.· πρκμ. ἔσκημμαι (ἐπ-) Ἰσαῖ. 39. 15. (Ἐκ τῆς √ΣΚΑΠ παράγονται καὶ τὰ σκᾶπος (Δωρ.), σκῆπτρον, σκηπάνιον, σκήπων ([[σκηρίπτω]]), ὡσάυτως σκηπτός, σκῆψις· καὶ ἐξ ἑτέρας ῥίζης ΣΚΙΠ, σκίπων, σκίμπτω· πρβλ. [[σκηρίπτω]]· Λατιν. scã-pus, scip-io, scõp-us, scam-num· Ἀρχ. Σκανδιν. skap-t· Ἀρχ. Γερμ. scaf-t (shaft)). Ι. [[ὑποστηρίζω]], [[ὑπερείδω]], [[πιέζω]] τι ἐπί τινος. Παθ. καὶ μέσ., στηρίζομαι, ἀκκουμβῶ ἐπί τινος, πτωχῷ .. ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι, σκηπτόμενον Ὀδ. Ρ. 203, 338, Ω. 158· ἐπὶ τετραυματισμένου ἀνθρώπου, αὐτῷ σκηπτόμενον (ἐξυπακ. τῷ ἄκοντι) Ἰλ. Ξ. 457· Βάκτρῳ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 198· μεταφορ., ἀκκουμβῶ, στηρίζομαι ἐπί τινος προσώπου ἢ πράγματος, μάρτυρι Δημ. 915. 14., 921. 13. 2) μετ᾿ αἰτ. πράγματ., [[προβάλλω]] πρὸς ὑποστήριξιν, [[ἀναφέρω]] πρὸς δικαιολογίαν, τὴν βίαν σκήψασ᾿ ἔχει = σκήπτει, Εὐρ. Ἑλ. 834· ― ἀλλ᾿ ἡ [[σημασία]] αὕτη [[εἶναι]] συνηθεστάτη ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[ἀναφέρω]] εἰς ὑπεράσπισίν τινος, ὑπέρ τινος, τὸ σκηπτόμενοι οἱ Πέρσαι Ἡρόδ. 5. 102· σκ. τὸ μὴ εἰδέναι ὁ αὐτ. 7. 28· σκήπτεσθαί τι [[πρός]] τινα Θουκ. 6. 18, Πλάτ. Σοφιστ. 217Β· σκ. ἀσθένειαν, [[ἀναφέρω]] ἢ προσποιοῦμαι νόσον, Πολύβ. 40. 6, 11· σκ. πρόφασιν Ba-t Ep. Cr. 201· ― [[ὡσαύτως]] μετ᾿ ἀπαρ., προσποιοῦμαι ὅτι εἶμαι, σκήπτομαι [[ἔμπορος]] [[εἶναι]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1027, πρβλ. Πλ. 904, Δημ. 69. 13, κτλ.· σκ. [[εἶναι]] φυλῆς τινος Λυσ. 166. 34· μετ᾿ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., [[ἀναφέρω]] ἢ ἰσχυρίζομαι ὅτι .., σκ. [τινα] παίζοντα λέγειν Πλάτ. Θεαίτ. 145C, πρβλ. Ἰσαῖ. 57. 25· οὕτω, σκ. τοῦτο ὡς .. Αἰσχίν. 88. 21· σκ. ὅτι .. Πλάτ. Συμπ. 217D· ― ἀπολ., σκήπτεσθαι ὑπέρ τινος, συνηγορῶ ὑπέρ τινος, [[ὑπερασπίζω]] τινά, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 864D. ΙΙ. ὡς τὰ [[ἐνσκήπτω]], [[ἐνσκίμπτω]], [[ἐπισκήπτω]], ἀφίνω νὰ πέσῃ ἐπί τινος, [[ἐξακοντίζω]] κατά τινος, [[ἐκσφενδονίζω]], [[ἐκτοξεύω]], [[βέλος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 366· μεταφορ., σκ. ἀλάστορα εἴς τινα Εὐρ. Μήδ. 1333· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, σκήψασθαι κότον τῇ γῇ Αἰσχύλ. Εὐμ. 801. 2) ἀμετάβ., [[πίπτω]] [[βαρέως]], πέδῳ (ἢ [[πέδοι]]) σκήψασα, καταπεσοῦσα εἰς τὴν [[ὑποκάτω]] πεδιάδα, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 749· Διὸς ἔριν πέδῳ (ἢ [[πέδοι]]) σκήψασαν ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 429· ἐπὶ λοιμοῦ, σκήψας ἐλαύνει ... πόλιν Σοφ. Ο. Τ. 28· λίμνην [[ὑπὲρ]] Γοργῶπιν ἔσκηψε [[φάος]], ἔπεσον αἱ ἀκτῖνές του, ἐφώτισε ..., ἐπὶ τοῦ φωτὸς τῆς φρυκτωρίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 302, πρβλ. 308, 310.
}}
{{elnl
|elnltext=σκήπτω act. met acc. met kracht wegschieten:; βέλος ἠλίθιον σ. een projectiel tevergeefs afschieten Aeschl. Ag. 366; zie ook onder 2b. intrans. met kracht neerkomen, inslaan:. ἐς τόδε σκήπτει στέγος φάος op dit huis sloeg het licht neer Aeschl. Ag. 310. med. met dat. leunen tegen, steunen op:; αὐτῷ σκηπτόμενον daarop (op een speer) leunend Il. 14.457; overdr.: σὺ δ’ ἑνὶ σκήπτει μάρτυρι jij bent afhankelijk van (slechts) één getuige Dem. 34.28. met acc., overdr. (ter verontschuldiging) aanvoeren, voorwenden:; οὐ... σκήψομαι τὸ μὴ εἰδέναι τὴν ἐμεωυτοῦ οὐσίην ik zal niet aanvoeren dat ik mijn eigen vermogen niet ken Hdt. 7.28.1; zelden act.. τὴν βίαν σκήψασ’ ἔχεις dat geweld van jou is een voorwendsel Eur. Hel. 834. met inf. voorwenden, pretenderen:. ἔμπορος εἶναι σκήψομαι ik zal doen of ik een handelaar ben Aristoph. Eccl. 1027; πῶς ἄν... πεποιηκέναι σκήψαιτο; hoe zou hij kunnen pretenderen (dat) gedaan te hebben? Dem. 6.13.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[prop]], [[stay]] one [[thing]] [[against]] or [[upon]] [[another]]: Pass. and Mid. to [[lean]] [[upon]] a [[staff]], Hom.: metaph. to [[lean]] [[upon]] a [[person]] or [[thing]], Dem.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. rei, to put [[forward]] by way of [[support]], [[allege]] in [[excuse]], Eur.:—in Mid. to [[allege]] on one's own [[behalf]], Hdt., Thuc.; c. inf. to [[pretend]] to be, Ar., Dem.<br /><b class="num">II.</b> to [[hurl]], [[dart]], Aesch.; metaph., σκ. ἀλάστορα εἴς τινα Eur.<br /><b class="num">2.</b> intr. to [[fall]] [[heavily]], Aesch., Soph.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[prop]], [[stay]] one [[thing]] [[against]] or [[upon]] [[another]]: Pass. and Mid. to [[lean]] [[upon]] a [[staff]], Hom.: metaph. to [[lean]] [[upon]] a [[person]] or [[thing]], Dem.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. rei, to put [[forward]] by way of [[support]], [[allege]] in [[excuse]], Eur.:—in Mid. to [[allege]] on one's own [[behalf]], Hdt., Thuc.; c. inf. to [[pretend]] to be, Ar., Dem.<br /><b class="num">II.</b> to [[hurl]], [[dart]], Aesch.; metaph., σκ. ἀλάστορα εἴς τινα Eur.<br /><b class="num">2.</b> intr. to [[fall]] [[heavily]], Aesch., Soph.
}}
}}