Anonymous

πώγων: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ωνος (ὁ) :<br /><b>1</b> barbe;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> langue de feu.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
|btext=ωνος (ὁ) :<br /><b>1</b> barbe;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> langue de feu.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πώγων''': -ωνος, ὁ, ἡ [[γενειάς]], τὸ [[γένειον]], πώγωνα μέγα ἔχειν Ἡρόδ. 1. 175· π. φύειν ὁ αὐτ. 8. 104 (πρβλ. φύω), πώγωνα καθιέναι, [[ὅταν]] ἀφίνῃ τις αὐτὸν νὰ αὐξηθῇ, Λατ. barbam promittere, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 99· ὑποκαθιεὶς ἄτομα πώγωνος βάθη Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1. 7· βαθὺν π. καθειμένος Λουκ. Φιλοψ. 5, πρβλ. Ἁλ. 11, Πλουτ. Ἀντών. 18· π. [[ποδήρης]] καθεῖται Πλούτ. 2. 52C· πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος, ἀρχόμενος ἤδη νὰ ἔχῃ πώγωνα, Πλάτ. Πρωτ. ἐν ἀρχῇ· τὸν π. ξύρεσθαι, κατακείρειν Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 565Α, Πλούτ. 2. 52D. 2) ἐπὶ ζῴων, π. ἱππελάφου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 20· ἐπὶ τοῦ ἰχθύος τοῦ καλουμένου τράγου, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332D· - [[ὡσαύτως]] ἡ ἐρρυτιδωμένη σὰρξ ἡ περὶ τὸ [[ῥάμφος]] τῆς στρουθοκαμήλου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 10, πρβλ. 2. 1, 20, Ἀθήν. 655D, κτλ.· τὰ σαρκώδη ἐκφύματα τὰ ὑπὸ τὴν σιαγόνα τοῦ ἀλεκτρύονος, τὰ «χαρχάλια», Ἀμμώνιος ἐν λ. κάλλαια. 3) ἐν τοῖς φυτοῖς, πρβλ. [[τραγοπώγων]]. 4) «βέλους δ’ αἱ ἀκίδες ὄγκοι καὶ πώγωνες καλοῦνται» Πολυδ. Ζ´, 158, κλπ. 5) [[πώγων]] πυρὸς ἢ [[φλογός]], [[γλῶσσα]] [[φλογός]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 306, Εὐρ. Ἀποσπ. 833. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πώγων]]· [[γένειον]]. ἄλλοι τὴν ἀναφορὰν τῆς [[φλογός]]».
|elnltext=πώγων -ωνος, ὁ baard:; τὸν πώγωνά τε ὅταν καθῶμεν en wanneer wij onze baard uitrollen Aristoph. Eccl. 99; overdr.. φλογός π. steekvlam Aeschl. Ag. 306.
}}
{{elru
|elrutext='''πώγων:''' ωνος ὁ борода Her., Arph., Plat., Arst., Luc.: π. [[πυρός]] или [[φλογός]] Aesch., Eur. столб огня или огненный язык.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πώγων:''' -ωνος, ὁ, [[γενειάδα]], γένι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· μεταφ., [[πώγων]] [[πυρός]], γλώσσες φωτιάς, σε Αισχύλ. σε Λουκ., Ανθ.
|lsmtext='''πώγων:''' -ωνος, ὁ, [[γενειάδα]], γένι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· μεταφ., [[πώγων]] [[πυρός]], γλώσσες φωτιάς, σε Αισχύλ. σε Λουκ., Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πώγων:''' ωνος ὁ борода Her., Arph., Plat., Arst., Luc.: π. [[πυρός]] или [[φλογός]] Aesch., Eur. столб огня или огненный язык.
|lstext='''πώγων''': -ωνος, ὁ, ἡ [[γενειάς]], τὸ [[γένειον]], πώγωνα μέγα ἔχειν Ἡρόδ. 1. 175· π. φύειν αὐτ. 8. 104 (πρβλ. φύω), πώγωνα καθιέναι, [[ὅταν]] ἀφίνῃ τις αὐτὸν νὰ αὐξηθῇ, Λατ. barbam promittere, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 99· ὑποκαθιεὶς ἄτομα πώγωνος βάθη Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1. 7· βαθὺν π. καθειμένος Λουκ. Φιλοψ. 5, πρβλ. Ἁλ. 11, Πλουτ. Ἀντών. 18· π. [[ποδήρης]] καθεῖται Πλούτ. 2. 52C· πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος, ἀρχόμενος ἤδη νὰ ἔχῃ πώγωνα, Πλάτ. Πρωτ. ἐν ἀρχῇ· τὸν π. ξύρεσθαι, κατακείρειν Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 565Α, Πλούτ. 2. 52D. 2) ἐπὶ ζῴων, π. ἱππελάφου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 20· ἐπὶ τοῦ ἰχθύος τοῦ καλουμένου τράγου, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332D· - [[ὡσαύτως]] ἡ ἐρρυτιδωμένη σὰρξ ἡ περὶ τὸ [[ῥάμφος]] τῆς στρουθοκαμήλου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 10, πρβλ. 2. 1, 20, Ἀθήν. 655D, κτλ.· τὰ σαρκώδη ἐκφύματα τὰ ὑπὸ τὴν σιαγόνα τοῦ ἀλεκτρύονος, τὰ «χαρχάλια», Ἀμμώνιος ἐν λ. κάλλαια. 3) ἐν τοῖς φυτοῖς, πρβλ. [[τραγοπώγων]]. 4) «βέλους δ’ αἱ ἀκίδες ὄγκοι καὶ πώγωνες καλοῦνται» Πολυδ. Ζ´, 158, κλπ. 5) [[πώγων]] πυρὸς ἢ [[φλογός]], [[γλῶσσα]] [[φλογός]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 306, Εὐρ. Ἀποσπ. 833. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πώγων]]· [[γένειον]]. ἄλλοι τὴν ἀναφορὰν τῆς [[φλογός]]».
}}
{{elnl
|elnltext=πώγων -ωνος, ὁ baard:; τὸν πώγωνά τε ὅταν καθῶμεν en wanneer wij onze baard uitrollen Aristoph. Eccl. 99; overdr.. φλογός π. steekvlam Aeschl. Ag. 306.
}}
}}
{{etym
{{etym