Anonymous

πρόσφορος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a du rapport avec ; qui répond à, adapté à, proportionné à, τινι ; πρόσφορόν ἐστι avec un inf. : il convient de, <i>etc.</i><br /><b>2</b> utile à, avantageux à, τινι : τὰ πρόσφορα, les choses utiles, convenable, nécessaires.<br />'''Étymologie:''' [[προσφέρω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a du rapport avec ; qui répond à, adapté à, proportionné à, τινι ; πρόσφορόν ἐστι avec un inf. : il convient de, <i>etc.</i><br /><b>2</b> utile à, avantageux à, τινι : τὰ πρόσφορα, les choses utiles, convenable, nécessaires.<br />'''Étymologie:''' [[προσφέρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρόσφορος''': Δωρ. ποτίφ-, ον, ([[προσφέρω]]) [[χρήσιμος]], [[ὠφέλιμος]], τὰ πρ. τῇ στρατιῇ Ἡρόδ. 7. 20· δράσσω καὶ τάδε καὶ πάνθ’ ὁπόσ’ ἂν [[μέλλω]] πράσσειν πρόσφορά θ’ ὑμῖν κτλ. Σοφ. Ο. Κ. 1774, κτλ.· ἀπολ., ἔχοντας τὰ πρ. Ἡρόδ. 4. 14· ἐκπορίζεσθαι ἃ πρόσφορα ἦν Θουκ. 1. 125, πρβλ. 7. 62· [[ὅθεν]], 2) [[κατάλληλος]], [[ἁρμόδιος]], [[ἄξιος]], Πινδ. Ν. 3. 54., 8. 82, κτλ. (ἴδε ἐν λέξ. [[ἀνηγέομαι]])· μετὰ δοτ., [[αὐτόθι]] 7. 93, Εὐρ. Ἱκ. 338, Ἑκ. 1246, Ἀριστοφ. Σφ. 809, Ὄρν. 124· (οὕτω παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 9. 17, ὁ Ἕρμανν. καὶ ὁ Böckh διώρθωσεν ἀποκαταστήσαντες τὴν δοτ.)· παρ’ Εὐρ. ἐν Φοιν. 129, οὐχὶ [[πρόσφορος]] ἁμερίῳ γέννᾳ, συνήθως λαμβάνεται ὡς = [[προσφερής]], ἀλλὰ δυνάμεθα νὰ διατηρήσωμεν τὴν συνήθη σημασίαν: - μετ’ ἀπαρ., οὐ πρόσφορον [[μολεῖν]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 207, πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 124, Elmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 481. 3) πρόσφορον, τό, κατάλληλον, ἁρμόζον, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 9, 15· ἡ [[φύσις]] αὐτὴ ζητεῖ τὸ πρ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 2· μετὰ γεν., ἀλλ’ ἔσθ’ ὁ καιρὸς ἡμερεύοντας ξένους μακρᾶς κελεύθου τυγχάνειν τὰ πρόσφορα, μετὰ μακρὰν ὁδοιπορίαν ν’ ἀπολαύσωσι καταλλήλων περιποιήσεων, Αἰσχύλ. Χο. 710· τὰ πρόσφορα τῆς νῦν παρούσης ξυμφορᾶς αἰτήσομαι Εὐρ. Ἑλ. 509· ἀπολ., τὰ πρόσφορα, πάντα τὰ κατάλληλα ἢ πρέποντα (διὰ τοὺς νεκρούς), Εὐρ. Ἄλκ. 148· τὰ πρ. πάντα Ἀριστοφ. Εἰρ. 1025· [[ὡσαύτως]], τὰ πρόσφορα ὡς ἐπίρρ., προσφόρως, καταλλήλως, Εὐρ. Ἱππ. 112, πρβλ. 1361· - ὁμαλὸν ἐπίρρ., προσφόρως ἔχειν τινὶ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 7, 2. ΙΙ. πρόσφορον, τό, τὸ προσλαμβανόμενον ἢ ἐσθιόμενον, [[τροφή]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18· πρβλ. προσφορὰ ΙΙΙ. 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόσφορα· τὰ ἐπιτηδείως προσφερόμενα», καὶ: «πρόσφορον· ἐπιτήδειον, ἁρμόδιον, οἰκεῖον, ἀκόλουθον». - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «πρόσφορον, οἰκεῖον, ἁρμόδιον, ἐπιτήδειον· «οὐ γὰρ διὰ τύχην τῶν συμβεβηκότων ἀθετήσεις τῆς ἀξίας ἢ τῆς προσηγορίας τὸ πρόσφορον.» Χοσρόης φησὶ πρὸς Μαυρίκιον» (Θεοφύλ. Σιμοκ. σ. 62).
|elnltext=πρόσφορος -ον, Dor. ποτίφορος [προσφέρω] nuttig, nodig:. τὰ πρόσφορα τῆς νῦν παρούσης συμφορᾶς wat bij mijn huidig ongeluk van pas komt Eur. Hel. 508; ἐκπορίζεσθαι... ἃ πρόσφορα ἦν verschaffen wat nodig was Thuc. 1.125.2. geschikt, passend, voordelig; met dat..; σαυτῷ πρόσφορ ( α ) dingen die jou uitkomen Eur. Hec. 1246; met inf..; οὐ γὰρ δόμοισι τοῖσδε πρόσφοροι μολεῖν het past jullie niet bij dit huis te komen Aeschl. Eum. 207; subst. τὸ πρόσφορον wat passend is:; τοῦ προσφόρου τυγχάνει ἕκαστος elk ontvangt een passende behandeling Aristot. EN 1180b12; plur. τὰ πρόσφορα benodigdheden:; τὰ πρόσφορα τῇ στρατιῇ de benodigdheden voor het leger Hdt. 7.20; adv. πρόσφορα op passende wijze.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόσφορος:''' дор. [[ποτίφορος]] 2<br /><b class="num">1)</b> полезный, (при)годный, подходящий ([[μισθός]] Pind.; [[ἔπος]] Soph.; τινι Arph.): οὐ γὰρ δόμοισι τοῖσδε πρόσφοροι [[μολεῖν]] Aesch. не годится идти в этот храм;<br /><b class="num">2)</b> [[сходный]], [[похожий]] (τινι Eur.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πρόσφορος:''' Δωρ. [[ποτί]]-, -ον ([[προσφέρω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], [[επωφελής]], σε Ηρόδ., Σοφ.· απόλ., <i>ἔχοντας τὰ πρόσφορα</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατάλληλος]], αρμόζων, [[άξιος]], σε Πίνδ.· με δοτ., στον ίδ., Ευρ. κ.λπ.· με απαρ., οὐ πρόσφορον [[μολεῖν]], δεν είναι [[πρέπον]] ή ταιριαστό να πάω, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> <i>πρόσφορον</i>, <i>τό</i>, αυτό που είναι ταιριαστό ή κατάλληλο, σε Αριστοφ.· <i>πρόσφορα</i>, <i>τά</i>, οι κατάλληλες περιποιήσεις, σε Αισχύλ.· <i>τὰ πρόσφορα</i>, όλα τα πρέποντα ή τα οφειλόμενα πράγματα (για τους νεκρούς), σε Ευρ.· <i>τὰ πρόσφορα</i>, ως επίρρ., καταλλήλως, στον ίδ.
|lsmtext='''πρόσφορος:''' Δωρ. [[ποτί]]-, -ον ([[προσφέρω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], [[επωφελής]], σε Ηρόδ., Σοφ.· απόλ., <i>ἔχοντας τὰ πρόσφορα</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατάλληλος]], αρμόζων, [[άξιος]], σε Πίνδ.· με δοτ., στον ίδ., Ευρ. κ.λπ.· με απαρ., οὐ πρόσφορον [[μολεῖν]], δεν είναι [[πρέπον]] ή ταιριαστό να πάω, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> <i>πρόσφορον</i>, <i>τό</i>, αυτό που είναι ταιριαστό ή κατάλληλο, σε Αριστοφ.· <i>πρόσφορα</i>, <i>τά</i>, οι κατάλληλες περιποιήσεις, σε Αισχύλ.· <i>τὰ πρόσφορα</i>, όλα τα πρέποντα ή τα οφειλόμενα πράγματα (για τους νεκρούς), σε Ευρ.· <i>τὰ πρόσφορα</i>, ως επίρρ., καταλλήλως, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρόσφορος:''' дор. [[ποτίφορος]] 2<br /><b class="num">1)</b> полезный, (при)годный, подходящий ([[μισθός]] Pind.; [[ἔπος]] Soph.; τινι Arph.): οὐ γὰρ δόμοισι τοῖσδε πρόσφοροι [[μολεῖν]] Aesch. не годится идти в этот храм;<br /><b class="num">2)</b> [[сходный]], [[похожий]] (τινι Eur.).
|lstext='''πρόσφορος''': Δωρ. ποτίφ-, ον, ([[προσφέρω]]) [[χρήσιμος]], [[ὠφέλιμος]], τὰ πρ. τῇ στρατιῇ Ἡρόδ. 7. 20· δράσσω καὶ τάδε καὶ πάνθ’ ὁπόσ’ ἂν [[μέλλω]] πράσσειν πρόσφορά θ’ ὑμῖν κτλ. Σοφ. Ο. Κ. 1774, κτλ.· ἀπολ., ἔχοντας τὰ πρ. Ἡρόδ. 4. 14· ἐκπορίζεσθαι ἃ πρόσφορα ἦν Θουκ. 1. 125, πρβλ. 7. 62· [[ὅθεν]], 2) [[κατάλληλος]], [[ἁρμόδιος]], [[ἄξιος]], Πινδ. Ν. 3. 54., 8. 82, κτλ. (ἴδε ἐν λέξ. [[ἀνηγέομαι]])· μετὰ δοτ., [[αὐτόθι]] 7. 93, Εὐρ. Ἱκ. 338, Ἑκ. 1246, Ἀριστοφ. Σφ. 809, Ὄρν. 124· (οὕτω παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 9. 17, ὁ Ἕρμανν. καὶ ὁ Böckh διώρθωσεν ἀποκαταστήσαντες τὴν δοτ.)· παρ’ Εὐρ. ἐν Φοιν. 129, οὐχὶ [[πρόσφορος]] ἁμερίῳ γέννᾳ, συνήθως λαμβάνεται ὡς = [[προσφερής]], ἀλλὰ δυνάμεθα νὰ διατηρήσωμεν τὴν συνήθη σημασίαν: - μετ’ ἀπαρ., οὐ πρόσφορον [[μολεῖν]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 207, πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 124, Elmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 481. 3) πρόσφορον, τό, κατάλληλον, ἁρμόζον, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 9, 15· ἡ [[φύσις]] αὐτὴ ζητεῖ τὸ πρ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 2· μετὰ γεν., ἀλλ’ ἔσθ’ ὁ καιρὸς ἡμερεύοντας ξένους μακρᾶς κελεύθου τυγχάνειν τὰ πρόσφορα, μετὰ μακρὰν ὁδοιπορίαν ν’ ἀπολαύσωσι καταλλήλων περιποιήσεων, Αἰσχύλ. Χο. 710· τὰ πρόσφορα τῆς νῦν παρούσης ξυμφορᾶς αἰτήσομαι Εὐρ. Ἑλ. 509· ἀπολ., τὰ πρόσφορα, πάντα τὰ κατάλληλα ἢ πρέποντα (διὰ τοὺς νεκρούς), Εὐρ. Ἄλκ. 148· τὰ πρ. πάντα Ἀριστοφ. Εἰρ. 1025· [[ὡσαύτως]], τὰ πρόσφορα ὡς ἐπίρρ., προσφόρως, καταλλήλως, Εὐρ. Ἱππ. 112, πρβλ. 1361· - ὁμαλὸν ἐπίρρ., προσφόρως ἔχειν τινὶ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 7, 2. ΙΙ. πρόσφορον, τό, τὸ προσλαμβανόμενον ἢ ἐσθιόμενον, [[τροφή]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18· πρβλ. προσφορὰ ΙΙΙ. 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόσφορα· τὰ ἐπιτηδείως προσφερόμενα», καὶ: «πρόσφορον· ἐπιτήδειον, ἁρμόδιον, οἰκεῖον, ἀκόλουθον». - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «πρόσφορον, οἰκεῖον, ἁρμόδιον, ἐπιτήδειον· «οὐ γὰρ διὰ τύχην τῶν συμβεβηκότων ἀθετήσεις τῆς ἀξίας ἢ τῆς προσηγορίας τὸ πρόσφορον.» Χοσρόης φησὶ πρὸς Μαυρίκιον» (Θεοφύλ. Σιμοκ. σ. 62).
}}
{{elnl
|elnltext=πρόσφορος -ον, Dor. ποτίφορος [προσφέρω] nuttig, nodig:. τὰ πρόσφορα τῆς νῦν παρούσης συμφορᾶς wat bij mijn huidig ongeluk van pas komt Eur. Hel. 508; ἐκπορίζεσθαι... πρόσφορα ἦν verschaffen wat nodig was Thuc. 1.125.2. geschikt, passend, voordelig; met dat..; σαυτῷ πρόσφορ ( α ) dingen die jou uitkomen Eur. Hec. 1246; met inf..; οὐ γὰρ δόμοισι τοῖσδε πρόσφοροι μολεῖν het past jullie niet bij dit huis te komen Aeschl. Eum. 207; subst. τὸ πρόσφορον wat passend is:; τοῦ προσφόρου τυγχάνει ἕκαστος elk ontvangt een passende behandeling Aristot. EN 1180b12; plur. τὰ πρόσφορα benodigdheden:; τὰ πρόσφορα τῇ στρατιῇ de benodigdheden voor het leger Hdt. 7.20; adv. πρόσφορα op passende wijze.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj