Anonymous

πύργος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> tour ; <i>p. ext.</i> enceinte garnie de tours ; citadelle, rempart;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> sorte de bataillon carré.<br />'''Étymologie:''' cf. [[Πέργαμον]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> tour ; <i>p. ext.</i> enceinte garnie de tours ; citadelle, rempart;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> sorte de bataillon carré.<br />'''Étymologie:''' cf. [[Πέργαμον]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πύργος''': ὁ, [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν τειχῶν πόλεως, συχν. ἐν τῇ Ἰλ., ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 242, Ἡρόδ., κτλ.· - ἐν τῷ πληθ., τὰ τείχη τῆς πόλεως μετὰ τῶν πύργων αὐτῶν, Ἰλ. Η. 338, πρβλ. 437· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, πόλιος, ἥν πέρι [[πύργος]] ὑψηλὸς Ὀδ. Ζ. 262· [[πέριξ]] δὲ [[πύργος]] εἶχ’ ἔτι πτόλιν Εὐρ. Ἑκ. 1209· πύργους ἐπὶ τῶν γεφυρῶν ἐπιστῆσαι Πλάτ. Κριτί. 116Α. β) κινητὸς [[πύργος]] δι’ οὗ προσέβαλλον ἐχθρικὴν πόλιν, πρῶτον ἐν Ξεν. Κύρ. 6. 1, 53., 6. 2, 18, πρβλ. Πολύβ. 5. 99, 9· - ὁ ἐπὶ τῶν νώτων τῶν ἐλεφάντων [[πύργος]], πρβλ. [[πυργοφόρος]], [[πυργοῦχος]]. 2) μεταφ., ἰσχυρὰ [[ὑπεράσπισις]], ὡς ὁ [[Αἴας]] καλεῖται [[πύργος]] Ἀχαιοῖς, Ὀδ. Λ. 556· ἄνδρες πόλεως π. ἀρήϊος Ἀλκαῖ. 22, πρβλ. Dissen εἰς Πινδ. Ι. 4. 55· [[παῖς]] ἄρσην πατέρ’ ἔχει πύργον μέγαν Εὐρ. Ἄλκ. 311, πρβλ. Μήδ. 369· [[ἅπας]] μοι π. Ἑλλήνων πατρὶς Τραγ. παρὰ Πλουτ. 2. 600F· - θανάτων δ’ ἐμᾷ χώρᾳ π. ἀνέστας, [[ἀμυντήριος]] [[δύναμις]] [[ἐναντίον]] τῶν θανάτων, Σοφ. Ο. Τ. 1201 (ἴδε ἐν λ. ῥῦμα ΙΙ)· πρβλ. [[ἀκρόπολις]] ΙΙ.<br /> 3) τὸ ὕψιστον [[μέρος]] παντὸς οἰκοδομήματος, τὸ πυργοειδὲς ἀνώγειον, [[ὅπερ]] ἐχρησίμευεν ὡς [[οἴκημα]] τῶν γυναικῶν, κωκυτοῦ δ’ ἤκουσε... ἀπὸ πύργου (δηλ. ἡ Ἀνδρομάχη) Ἰλ. Χ. 447 (ἀνωτέρω ἐν στίχ. 440, παρίσταται ὡς ὑφαίνουσα μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο), πρβλ. Φ. 526· ὁ [[πύργος]] τῆς Ἡροῦς, τὸ παρ’ Ὁρατίῳ turris ahenea, Μουσαῖ. 32, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 402· αἱ ἄλλαι θεράπαιναι ἐν τῷ π. ἦσαν, [[οὗπερ]] διαιτῶνται Δημ. 1156. 10 κἑξ., πρβλ. Φιλόστρ. 863· ἡ [[καλύβη]] τοῦ Τίμωνος, Παυσ. 1. 30, 4. ΙΙ. [[μέρος]] στρατοῦ παρατεταγμένου κατὰ συμπεπυκνωμένην φάλαγγα, Ἰλ. Δ. 334, 347· [[ἐντεῦθεν]] [[πυργηδόν]], ὃ ἴδε. 2) παρὰ τοῖς Τηΐοις [[διαίρεσις]] τοῦ λαοῦ, ὡς τὸ [[δῆμος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3064.<br /> ΙΙΙ. ἐν τῇ Λατ. (πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 482), pyrgus ἦν = fritillum, [[θήκη]] τῶν κύβων, ἀφ’ ἧς ἐρριπτον αὐτούς, ἐκλήθη δὲ [[οὕτως]] ἐκ τοῦ σχήματος· πρβλ. [[πυργίσκος]]. (Συγγενὲς τῷ πέργαμος ὃ ἴδε, [[ὡσαύτως]] δὲ τῷ Γερμ. Burg, τῷ Ἄγγλ. burgh, [[ἅπερ]] [[πάλιν]] [[εἶναι]] πιθανῶς συγγενῆ τῷ Γερμ. Berg, ὅρος· ἴδε πλείονα παρὰ τῷ Pott Et. Florsch. 2. 118)· πρβλ. καὶ τὴν Τουρκικ. λ. Bourgaz.
|elnltext=πύργος -ου, ὁ toren toren (als onderdeel van de stadsmuur), bolwerk. stadsmuur met torens. verplaatsbare belegeringstoren. post-klass. torenvormig gebouw, uitkijktoren. overdr. van pers. die bescherming biedt:. τοῖος γάρ σφιν πύργος ἀπώλεο jij, die zo’n ‘rots in de branding’ voor hen was, bent hun ontvallen Od. 11.556. dicht aaneengesloten deel van het leger colonne.
}}
{{elru
|elrutext='''πύργος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[городская башня]] Hom., Hes., Her., Eur., Plat. etc.;<br /><b class="num">2)</b> [[осадная башня]] Xen., Polyb.;<br /><b class="num">3)</b> [[башенка]], [[вышка]] (для женщин, род светлицы или терема) Her.;<br /><b class="num">4)</b> (пирамидальный), [[футляр для игральных костей]] Anth.;<br /><b class="num">5)</b> перен. [[твердыня]], [[оплот]] . Ἀχαιοῖς Hom. = [[Αἴας]]): τινὰ πύργον μέγαν ἔχειν Eur. иметь в ком-л. могучего защитника;<br /><b class="num">6)</b> воен. «[[башня]]» (боевой порядок в форме четырехугольника) (Ἀχαιῶν Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 38: Line 41:
|lsmtext='''πύργος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[πύργος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. <b>1. α)</b> στον πληθ., τα τείχη της πόλης με τους πύργους τους, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, συνεκδοχικά, στον ενικ., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. <b>β)</b> [[κινητός]] [[πύργος]] με τον οποίο προσέβαλλαν πόλεις, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[πύργος]] ισχυρής υπεράσπισης, όπως ο [[Αίας]] καλείται [[πύργος]] Ἀχαιοῖς, σε Ομήρ. Οδ.· [[παῖς]] [[ἄρσην]] πατέρ' [[ἔχει]] πύργον μέγαν, σε Ευρ.· θανάτων [[πύργος]], [[πύργος]] υπεράσπισης από τον θάνατο, [[αμυντήριος]] [[πύργος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> το ψηλότερο [[μέρος]] [[κάθε]] οικοδομήματος, πυργοειδές ανώγειο όπου κατοικούσαν οι γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[μέρος]] στρατού παρατεταγμένο σε κλειστό σχηματισμό, [[φάλαγγα]], στο ίδ.· πρβλ. [[πυργηδόν]].
|lsmtext='''πύργος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[πύργος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. <b>1. α)</b> στον πληθ., τα τείχη της πόλης με τους πύργους τους, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, συνεκδοχικά, στον ενικ., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. <b>β)</b> [[κινητός]] [[πύργος]] με τον οποίο προσέβαλλαν πόλεις, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[πύργος]] ισχυρής υπεράσπισης, όπως ο [[Αίας]] καλείται [[πύργος]] Ἀχαιοῖς, σε Ομήρ. Οδ.· [[παῖς]] [[ἄρσην]] πατέρ' [[ἔχει]] πύργον μέγαν, σε Ευρ.· θανάτων [[πύργος]], [[πύργος]] υπεράσπισης από τον θάνατο, [[αμυντήριος]] [[πύργος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> το ψηλότερο [[μέρος]] [[κάθε]] οικοδομήματος, πυργοειδές ανώγειο όπου κατοικούσαν οι γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[μέρος]] στρατού παρατεταγμένο σε κλειστό σχηματισμό, [[φάλαγγα]], στο ίδ.· πρβλ. [[πυργηδόν]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πύργος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[городская башня]] Hom., Hes., Her., Eur., Plat. etc.;<br /><b class="num">2)</b> [[осадная башня]] Xen., Polyb.;<br /><b class="num">3)</b> [[башенка]], [[вышка]] (для женщин, род светлицы или терема) Her.;<br /><b class="num">4)</b> (пирамидальный), [[футляр для игральных костей]] Anth.;<br /><b class="num">5)</b> перен. [[твердыня]], [[оплот]] (π. Ἀχαιοῖς Hom. = [[Αἴας]]): τινὰ πύργον μέγαν ἔχειν Eur. иметь в ком-л. могучего защитника;<br /><b class="num">6)</b> воен. «[[башня]]» (боевой порядок в форме четырехугольника) (Ἀχαιῶν Hom.).
|lstext='''πύργος''': , [[μάλιστα]] ὁ ἐπὶ τῶν τειχῶν πόλεως, συχν. ἐν τῇ Ἰλ., ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 242, Ἡρόδ., κτλ.· - ἐν τῷ πληθ., τὰ τείχη τῆς πόλεως μετὰ τῶν πύργων αὐτῶν, Ἰλ. Η. 338, πρβλ. 437· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, πόλιος, ἥν πέρι [[πύργος]] ὑψηλὸς Ὀδ. Ζ. 262· [[πέριξ]] δὲ [[πύργος]] εἶχ’ ἔτι πτόλιν Εὐρ. Ἑκ. 1209· πύργους ἐπὶ τῶν γεφυρῶν ἐπιστῆσαι Πλάτ. Κριτί. 116Α. β) κινητὸς [[πύργος]] δι’ οὗ προσέβαλλον ἐχθρικὴν πόλιν, πρῶτον ἐν Ξεν. Κύρ. 6. 1, 53., 6. 2, 18, πρβλ. Πολύβ. 5. 99, 9· - ὁ ἐπὶ τῶν νώτων τῶν ἐλεφάντων [[πύργος]], πρβλ. [[πυργοφόρος]], [[πυργοῦχος]]. 2) μεταφ., ἰσχυρὰ [[ὑπεράσπισις]], ὡς ὁ [[Αἴας]] καλεῖται [[πύργος]] Ἀχαιοῖς, Ὀδ. Λ. 556· ἄνδρες πόλεως π. ἀρήϊος Ἀλκαῖ. 22, πρβλ. Dissen εἰς Πινδ. Ι. 4. 55· [[παῖς]] ἄρσην πατέρ’ ἔχει πύργον μέγαν Εὐρ. Ἄλκ. 311, πρβλ. Μήδ. 369· [[ἅπας]] μοι π. Ἑλλήνων πατρὶς Τραγ. παρὰ Πλουτ. 2. 600F· - θανάτων δ’ ἐμᾷ χώρᾳ π. ἀνέστας, [[ἀμυντήριος]] [[δύναμις]] [[ἐναντίον]] τῶν θανάτων, Σοφ. Ο. Τ. 1201 (ἴδε ἐν λ. ῥῦμα ΙΙ)· πρβλ. [[ἀκρόπολις]] ΙΙ.<br /> 3) τὸ ὕψιστον [[μέρος]] παντὸς οἰκοδομήματος, τὸ πυργοειδὲς ἀνώγειον, [[ὅπερ]] ἐχρησίμευεν ὡς [[οἴκημα]] τῶν γυναικῶν, κωκυτοῦ δ’ ἤκουσε... ἀπὸ πύργου (δηλ. ἡ Ἀνδρομάχη) Ἰλ. Χ. 447 (ἀνωτέρω ἐν στίχ. 440, παρίσταται ὡς ὑφαίνουσα μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο), πρβλ. Φ. 526· ὁ [[πύργος]] τῆς Ἡροῦς, τὸ παρ’ Ὁρατίῳ turris ahenea, Μουσαῖ. 32, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 402· αἱ ἄλλαι θεράπαιναι ἐν τῷ π. ἦσαν, [[οὗπερ]] διαιτῶνται Δημ. 1156. 10 κἑξ., πρβλ. Φιλόστρ. 863· ἡ [[καλύβη]] τοῦ Τίμωνος, Παυσ. 1. 30, 4. ΙΙ. [[μέρος]] στρατοῦ παρατεταγμένου κατὰ συμπεπυκνωμένην φάλαγγα, Ἰλ. Δ. 334, 347· [[ἐντεῦθεν]] [[πυργηδόν]], ὃ ἴδε. 2) παρὰ τοῖς Τηΐοις [[διαίρεσις]] τοῦ λαοῦ, ὡς τὸ [[δῆμος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3064.<br /> ΙΙΙ. ἐν τῇ Λατ. (πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 482), pyrgus ἦν = fritillum, [[θήκη]] τῶν κύβων, ἀφ’ ἧς ἐρριπτον αὐτούς, ἐκλήθη δὲ [[οὕτως]] ἐκ τοῦ σχήματος· πρβλ. [[πυργίσκος]]. (Συγγενὲς τῷ πέργαμος ὃ ἴδε, [[ὡσαύτως]] δὲ τῷ Γερμ. Burg, τῷ Ἄγγλ. burgh, [[ἅπερ]] [[πάλιν]] [[εἶναι]] πιθανῶς συγγενῆ τῷ Γερμ. Berg, ὅρος· ἴδε πλείονα παρὰ τῷ Pott Et. Florsch. 2. 118)· πρβλ. καὶ τὴν Τουρκικ. λ. Bourgaz.
}}
{{elnl
|elnltext=πύργος -ου, ὁ toren toren (als onderdeel van de stadsmuur), bolwerk. stadsmuur met torens. verplaatsbare belegeringstoren. post-klass. torenvormig gebouw, uitkijktoren. overdr. van pers. die bescherming biedt:. τοῖος γάρ σφιν πύργος ἀπώλεο jij, die zo’n ‘rots in de branding’ voor hen was, bent hun ontvallen Od. 11.556. dicht aaneengesloten deel van het leger colonne.
}}
}}
{{etym
{{etym