Anonymous

πωτάομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶμαι;<br /><i>f.</i> πωτήσομαι, <i>ao.</i> ἐπωτήθην;<br />s'envoler, voler.<br />'''Étymologie:''' forme renforcée de [[ποτάομαι]].
|btext=-ῶμαι;<br /><i>f.</i> πωτήσομαι, <i>ao.</i> ἐπωτήθην;<br />s'envoler, voler.<br />'''Étymologie:''' forme renforcée de [[ποτάομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πωτάομαι''': Ἐπικ. παρατ. πωτῶντο Ἰλ.· Δωρ. μέλλ. [[πωτάομαι]] [] Ἀριστοφ. Λυσ. 1013· ἀόρ. ἐπωτήθην Ἀνθ. Π. 7. 699, (ἐξ-) Βαβρ. 12. 1. Ἐπικ. ἀντὶ ποτ- (καὶ [[εἶναι]] [[τύπος]] θαμαιστικός, ὡς τὸ [[στρωφάω]] τοῦ [[στρέφω]], τὸ [[πωλέομαι]] τοῦ πολέομαι, κτλ.), [[περιπέτομαι]], [[πέτομαι]] [[πέριξ]], περιΐπταμαι, λίθοι πωτῶνται Ἰλ. Μ. 287· σπινθαρίδες Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπολλ. 442· ψυχαὶ ἀσεβέων... πωτῶνται ἐν ἄλγεσι Πινδ. Ἀποσπ. 97· Ἰων. ἐνεστ. πωτάσκεται [[ἄμβροτος]] [[αἴγλη]] Χρησμ. παρὰ Μαρτίνῳ ἐν Βίῳ Πρόκλου 28, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 581.
|elnltext=πωτάομαι [πέτομαι] ep. imperf. 3 plur. πωτῶντο, vliegen.
}}
{{elru
|elrutext='''πωτάομαι:''' (эп. 3 л. pl. impf. πωτῶντο, дор. fut. [[πωτάομαι]] с , aor. ἐπωτήθην) [frequ. к [[ποτάομαι]] (про)летать Hom., HH, Arph. etc.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πωτάομαι:''' Επικ. γʹ πληθ. παρατ. <i>πωτῶντο</i>· αόρ. αʹ <i>ἐπωτήθην</i>· Επικ. [[τύπος]] του [[ποτάομαι]]· [[πετώ]], [[ίπταμαι]] [[ολόγυρα]], [[περιίπταμαι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ομηρ. Ύμν., Απόλλ.
|lsmtext='''πωτάομαι:''' Επικ. γʹ πληθ. παρατ. <i>πωτῶντο</i>· αόρ. αʹ <i>ἐπωτήθην</i>· Επικ. [[τύπος]] του [[ποτάομαι]]· [[πετώ]], [[ίπταμαι]] [[ολόγυρα]], [[περιίπταμαι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ομηρ. Ύμν., Απόλλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πωτάομαι:''' (эп. 3 л. pl. impf. πωτῶντο, дор. fut. [[πωτάομαι]] с , aor. ἐπωτήθην) [frequ. к [[ποτάομαι]] (про)летать Hom., HH, Arph. etc.
|lstext='''πωτάομαι''': Ἐπικ. παρατ. πωτῶντο Ἰλ.· Δωρ. μέλλ. [[πωτάομαι]] [] Ἀριστοφ. Λυσ. 1013· ἀόρ. ἐπωτήθην Ἀνθ. Π. 7. 699, (ἐξ-) Βαβρ. 12. 1. Ἐπικ. ἀντὶ ποτ- (καὶ [[εἶναι]] [[τύπος]] θαμαιστικός, ὡς τὸ [[στρωφάω]] τοῦ [[στρέφω]], τὸ [[πωλέομαι]] τοῦ πολέομαι, κτλ.), [[περιπέτομαι]], [[πέτομαι]] [[πέριξ]], περιΐπταμαι, λίθοι πωτῶνται Ἰλ. Μ. 287· σπινθαρίδες Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπολλ. 442· ψυχαὶ ἀσεβέων... πωτῶνται ἐν ἄλγεσι Πινδ. Ἀποσπ. 97· Ἰων. ἐνεστ. πωτάσκεται [[ἄμβροτος]] [[αἴγλη]] Χρησμ. παρὰ Μαρτίνῳ ἐν Βίῳ Πρόκλου 28, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 581.
}}
{{elnl
|elnltext=πωτάομαι [πέτομαι] ep. imperf. 3 plur. πωτῶντο, vliegen.
}}
}}
{{etym
{{etym