Anonymous

σιμότης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ητος (ἡ) :<br />aplatissement d'un nez camus.<br />'''Étymologie:''' [[σιμός]].
|btext=ητος (ἡ) :<br />aplatissement d'un nez camus.<br />'''Étymologie:''' [[σιμός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σῑμότης''': -ητος, , (σιμὸς) τὸ [[σχῆμα]] τῆς σιμῆς ἢ πλατείας [[ῥινός]], ἀντίθετον τῷ [[γρυπότης]], Πλάτ. Θεαίτ. 143Ε, 209C, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 21. ΙΙ. μεταφορ., τὴν σ. τῶν ὀδόντων, ἡ πρὸς τὰ ἄνω [[κυρτότης]] τῶν χαυλιοδόντων ἀγρίου κάπρου, Ξεν. Κυν. 10, 13.
|elnltext=σιμότης -ητος, ἡ [σιμός] stompneuzigheid.
}}
{{elru
|elrutext='''σῑμότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[вздернутость носа]], [[курносость]] или [[плосконосость]] Plat., Xen., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[загнутость вверх]] (τῶν ὀδόντων, sc. τοῦ ὑὸς τοῦ ἀγρίου Xen.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῑμότης:''' -ητος, ἡ ([[σιμός]]),<br /><b class="num">I.</b> το πλακουτσό [[σχήμα]] της [[μύτης]], το χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] του να έχει [[κάποιος]] σιμή, πλακουτσωτή [[μύτη]] ανασηκωμένη προς τα [[επάνω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., τὴν [[σιμότητα]] [[τῶν]] ὀδόντων, το ανωφερικό [[κύρτωμα]], η [[καμπυλότητα]] που έχουν οι χαυλιόδοντες του κάπρου, δηλ. του άγριου χοίρου, στον ίδ.
|lsmtext='''σῑμότης:''' -ητος, ἡ ([[σιμός]]),<br /><b class="num">I.</b> το πλακουτσό [[σχήμα]] της [[μύτης]], το χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] του να έχει [[κάποιος]] σιμή, πλακουτσωτή [[μύτη]] ανασηκωμένη προς τα [[επάνω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., τὴν [[σιμότητα]] [[τῶν]] ὀδόντων, το ανωφερικό [[κύρτωμα]], η [[καμπυλότητα]] που έχουν οι χαυλιόδοντες του κάπρου, δηλ. του άγριου χοίρου, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σῑμότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[вздернутость носа]], [[курносость]] или [[плосконосость]] Plat., Xen., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[загнутость вверх]] (τῶν ὀδόντων, sc. τοῦ ὑὸς τοῦ ἀγρίου Xen.).
|lstext='''σῑμότης''': -ητος, , (σιμὸς) τὸ [[σχῆμα]] τῆς σιμῆς ἢ πλατείας [[ῥινός]], ἀντίθετον τῷ [[γρυπότης]], Πλάτ. Θεαίτ. 143Ε, 209C, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 21. ΙΙ. μεταφορ., τὴν σ. τῶν ὀδόντων, ἡ πρὸς τὰ ἄνω [[κυρτότης]] τῶν χαυλιοδόντων ἀγρίου κάπρου, Ξεν. Κυν. 10, 13.
}}
{{elnl
|elnltext=σιμότης -ητος, ἡ [σιμός] stompneuzigheid.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj