3,252,791
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> ténèbres, obscurité : [[ἐν]] σκότῳ, ὑπὸ σκότῳ, ὑπὸ σκότου, κατὰ σκότον dans l'obscurité <i>ou</i> dans l'ombre <i>au propre et au fig.</i> ; ὑπὸ σκότου SOPH furtivement ; ὁ Σκότος les Ténèbres personnifiées ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> ténèbres de la mort;<br /><b>2</b> ténèbres des enfers ; les enfers;<br /><b>3</b> cécité;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> obscurité, incertitude, aveuglement de l'esprit ; ignorance.<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[σκιά]].<br /><span class="bld">2</span><i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><i>c.</i> ὁ [[σκότος]]. | |btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> ténèbres, obscurité : [[ἐν]] σκότῳ, ὑπὸ σκότῳ, ὑπὸ σκότου, κατὰ σκότον dans l'obscurité <i>ou</i> dans l'ombre <i>au propre et au fig.</i> ; ὑπὸ σκότου SOPH furtivement ; ὁ Σκότος les Ténèbres personnifiées ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> ténèbres de la mort;<br /><b>2</b> ténèbres des enfers ; les enfers;<br /><b>3</b> cécité;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> obscurité, incertitude, aveuglement de l'esprit ; ignorance.<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[σκιά]].<br /><span class="bld">2</span><i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><i>c.</i> ὁ [[σκότος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σκότος -ου, ὁ, ook σκότος -ους, τό duisternis, het donker poët. duisternis (van de dood of de onderwereld):;... μιν σκότος εἷλε duisternis nam bezit van hem Il. 5.47; τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σκότον de eeuwige duisternis onder de aarde Soph. OC 1701; als plaatsnaam Σκότος de Duisternis (gezegd van de Onderwereld); christ.. τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον de buitenste duisternis (van de Hel) NT Mt. 8.12. trag. duisternis (van blindheid):; ἰὼ σκότου νέφος oh, nevel van duisternis Soph. OT 1313; met ww. van zien:. σκότον δεδορκώς duisternis ziende (d.w.z. blind) Eur. Phoen. 377. overdr. duisterheid, onhelderheid, verborgenheid:; ἀπορία καὶ σ. moeilijkheid en duisterheid Plat. Lg. 837a; spec. met prep..; διὰ σκότους ἡ ὁδός de route is duister Xen. An. 2.5.9; διὰ σκότου = ἐν σκότῳ = κατὰ σκότον = ὑπὸ σκότου = ὑπὸ σκότῳ in duisternis, in het geheim; van pers. onwetendheid:. πολύ τι σκότος... ἐστὶν παρ’ ὑμῖν πρὸ τῆς ἀληθείας bij jullie is de waarheid geblokkeerd door grote onwetendheid (of bij jullie staat grote duisternis de waarheid in de weg) Dem. 18.226. geneesk. duisternis (van het verliezen van het bewustzijn). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκότος:''' ὁ, атт. тж. [[σκότος]], εος τό<br /><b class="num">1)</b> [[темнота]], [[тьма]], [[мрак]] Hom., Pind.: ἐν σκότει Xen. во тьме, ночью; [[βλέπειν]] σκότον Soph. [[видеть тьму]], т. е. [[быть слепым]]; σκότον δεδορκώς Eur. [[слепой]]; σκότοι πρὸ τῶν ὀμμάτων Arst. [[потемнение в глазах]];<br /><b class="num">2)</b> [[смертная тень]], [[смерть]] (τὸν δὲ σ. [[ὄσσε]] κάλυψεν Hom.): σκότῳ [[θανεῖν]] Eur. [[быть похищенным смертью]];<br /><b class="num">3)</b> [[подземный мир]], [[царство тьмы]] Trag.: σκότου πύλαι Eur. [[врата подземного царства]];<br /><b class="num">4)</b> [[глубь]], [[недра]]: ἐν σκότοισι νηδύος Aesch. в недрах (материнского) чрева;<br /><b class="num">5)</b> перен. [[тьма]], [[тайна]]: δόλον σκότῳ κρύψας Soph. скрыв (свою) [[хитрость]]; ἐν σκότῳ и κατὰ σκότον Soph., ὑπὸ σκότῳ Aesch. и ὑπὸ σκότου Xen. в темноте, [[втайне]];<br /><b class="num">6)</b> [[неизвестность]]: διὰ σκότους εἶναι Xen. [[быть неизвестным]];<br /><b class="num">7)</b> [[непонятность]], [[неясность]] ([[ἀπορία]] καὶ σ. Plat.);<br /><b class="num">8)</b> [[духовная темнота]], [[неведение]] ([[κωφότης]] καὶ σ. Dem.). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 37: | Line 40: | ||
|lsmtext='''σκότος:''' -εος, τό, = το προηγ., σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">• [[σκότος]]:</b> -ου, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> σκοτεινιά, [[ζόφος]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> η σκοτεινιά του θανάτου, ο [[θάνατος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για την [[τυφλότητα]], την [[τύφλωση]], <i>σκότον βλέπειν</i>, σε Σοφ.· <i>σκότον δεδορκώς</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., <i>σκότῳ κρύπτειν</i>, όπως το [[nocte]] premere, κρύβομαι στο [[σκοτάδι]], [[καλύπτω]] τις ανομίες μου, σε Σοφ.· ομοίως, διὰ σκότους [[ἐστί]], είναι συγκεχυμένο και αβέβαιο, είναι [[μυστήριο]], σε Ξεν.· <i>κατὰ σκότον</i>, <i>ὑπὸ σκότου</i>, σε Σοφ. κ.λπ. | |lsmtext='''σκότος:''' -εος, τό, = το προηγ., σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">• [[σκότος]]:</b> -ου, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> σκοτεινιά, [[ζόφος]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> η σκοτεινιά του θανάτου, ο [[θάνατος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για την [[τυφλότητα]], την [[τύφλωση]], <i>σκότον βλέπειν</i>, σε Σοφ.· <i>σκότον δεδορκώς</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., <i>σκότῳ κρύπτειν</i>, όπως το [[nocte]] premere, κρύβομαι στο [[σκοτάδι]], [[καλύπτω]] τις ανομίες μου, σε Σοφ.· ομοίως, διὰ σκότους [[ἐστί]], είναι συγκεχυμένο και αβέβαιο, είναι [[μυστήριο]], σε Ξεν.· <i>κατὰ σκότον</i>, <i>ὑπὸ σκότου</i>, σε Σοφ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σκότος''': -ου, ὁ, σπανιώτερον [[σκότος]], εος, τό, ἴδε ἐν τέλ.· ([[ἴσως]] συγγενὲς τῷ [[σκιά]])· - «σκοτάδι», [[ἔλλειψις]] φωτός, γνόφος, Ὀδ. Τ. 389, Πίνδ. καὶ Ἀττ.· ἀντίθετον τῷ [[φάος]], Αἰσχύλ. Χο. 320, Σοφ. Αἴ. 394, κτλ.· τῷ [[ἡμέρα]], Πλάτ. Ὅροι 411Β. 2) ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ τοῦ σκότους τοῦ θανάτου, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει, τὸν δὲ [[σκότος]] [[ὄσσε]] κάλυψεν Δ. 461, Ζ. 11, κ. ἀλλ.· στυγερὸς δ’ ἄρα μιν [[σκότος]] εἷλεν Ε. 47, Ν. 672· οὕτω παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, π.χ., σκότῳ θανεῖν Εὐρ. Ἱππ. 837· ἤδη με περιβάλει σκ., ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1453· σκ. γίγνεται Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 5· σκότον [[εἶναι]] τεθνηκότος (ἐξυπακ. Αἰσχύλου) Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 565. 3) [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ [[κάτω]] κόσμου, Πινδ. Ἀποσπ. 95· σκότον νέμονται Τάρταρόν τε Αἰσχύλ. Εὐμ. 72, πρβλ. Πέρσ. 223· τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σκότον [[εἱμένος]] Σοφ. Ο. Κ. 1701· παῖδες ἀρχαίου σκότου [[αὐτόθι]] 106· ἰὼ σκ., ἐμὸν [[φάος]] ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 394· γῆς σκότῳ κέκρυπται Εὐρ. Ἑλ. 62, πρβλ. Ἱππ. 837· σκότου πύλαι ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1. 4) τὸ [[σκότος]] τῆς μήτρας, φυγόντα [[μητρόθεν]] σκότον Αἰσχύλ. Θήβ. 664· ἐν τῷ πληθ., ἐν σκότοισι νηδύος τεθραμμένη ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 665. 5) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τυφλότητος, σκότου [[νέφος]] Σοφ. Ο. Τ. 1313· ὁθούνεκ’.. ἐν σκότῳ.. ὀψοίατο, ὅ ἐστιν, [[οὐκέτι]] ὀψοίατο, [[αὐτόθι]] 1273· βλέποντα νῦν μὲν ὄρθ’, [[ἔπειτα]] δὲ σκότον, ὅ ἐστι, μηνέν, [[αὐτόθι]] 419· σκότον δεδορκὼς Εὐρ. Φοίν. 377, πρβλ. Ἡρακλ. Μαιν. 563· - [[ὡσαύτως]], [[ζάλη]], [[σκοτασμός]], [[ἴλιγγος]], vertigo, Ἱππ. 1149Β· σκότοι πρὸ τῶν ὀμμάτων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 3· πρβλ. [[σκοτόδινος]], -ιάω. 6) μεταφορ., σκότῳ κρύπτειν, ὡς τὸ τοῦ Ὁρατίου nocte premere, κρύπτομαι ἐν τῷ σκότει, Σοφ. Ἠλ. 1396, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 171. 5., 252· ἀντίθετον τῷ σκότον ἔχειν, εἶμαι ἐν τῷ σκότει, ἐν ἀφανείᾳ, ἐν ἀσημότητι, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 7. 19, Εὐρ. Ἀποσπ. 1039. 8· [[ἀπορία]] καὶ σκ. Πλάτ. Νόμ. 837Α· καὶ περικαλύψαι τοῖσι πράγμασι σκότον Εὐρ. Ἴων 1522· οὕτω μετὰ προθέσεων, διὰ σκότους ἐστί, [[εἶναι]] σκοτεινόν, ἀσαφές, ἀβέβαιον, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 5, 9· ἐν σκ. καθήμενος Πινδ. Ο. 1. 134· ἐν σκ. τεχνᾶσθαι Σοφ. Ἀντ. 494· κατὰ σκότον ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 578· ὑπὸ σκότου ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 692, Εὐρ. Ὀρ. 1457, Ξεν. Κύρ. 4. 6, 4· ὑπὸ σκότῳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1030, Εὐρ. Φοίν. 1214. 7) ἐπὶ προσώπου, Μητρότιμος ὁ σκ., ὡς τὸ ὁ [[σκοτεινός]], ὁ [[μυστηριώδης]], διάφορ. γραφ. ἐν Ἱππώνακτ. Ἀποσπ. 112· - [[ὡσαύτως]], [[σκότος]], δηλ. [[ἄγνοια]], Δημ. 411. 25· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[ἀπάτη]], [[δόλος]], σκ. καὶ [[ἀπάτη]] Πλάτ. Νόμ. 864C. 8) τὸ σκοτεινὸν [[μέρος]] ἢ ἡ σκιὰ εἰκόνος, Εὐστ. 953. 51, Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀπεσκοτωμένα. - Ὑπάρχει ἐν χρήσει [[ὡσαύτως]] καὶ οὐδέτ. [[σκότος]], ἂν καὶ ὁ Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1390. 56 ἐθεώρει τὸν ἀρσενικὸν τύπον ὡς Ἀττικόν· τὸ οὐδέτερον [[οὐδαμοῦ]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ., καὶ [[οὐδαμοῦ]] ἀπαιτεῖται ὑπὸ τοῦ μέτρου παρὰ τοῖς Τραγικοῖς, εἰ καὶ εὕρηται [[ἐνιαχοῦ]] παρ’ αὐτοῖς ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ὡς διαφ. γραφ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 5, Σοφ. Ο. Κ. 40, Εὐρ. Ἑκάβ. 831, Ἡρακλ. Μαιν. 563, 1159, Ἀποσπ. 538· εὕρηται [[ὅμως]] [[ἄνευ]] ἑτέρας γραφῆς ἐν τοῖς δοκιμωτάτοις τῶν Ἀττικῶν πεζογράφων, Πλάτ. Πολ. 516Ε, Κρατ. 418C, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 9., 7. 4, 18, Δημ. 281. 3, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν Ἡροδ. 2. 121, 5. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |