Anonymous

σκάνδαλον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 5: Line 5:
|btext=ου (τό) :<br />piège placé sur le chemin, obstacle pour faire tomber ; <i>fig.</i> scandale.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαδ, tomber ; cf. <i>lat.</i> cadere.
|btext=ου (τό) :<br />piège placé sur le chemin, obstacle pour faire tomber ; <i>fig.</i> scandale.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαδ, tomber ; cf. <i>lat.</i> cadere.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκάνδᾰλον''': τό, (ἴδε [[σκανδάληθρον]]), παγὶς ἢ [[βρόχος]] στηθεὶς ὑπὸ ἐχθροῦ, Εβδ. (Ἰησ. ΚΓ΄, 13, Α΄, Βασ. ΙΗ΄, 21), πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ια΄, 7, Α΄, Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 7· - μεταφορ., [[πειρασμός]], [[πρόσκομμα]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 7, κ. Λουκ. ιζ΄, 1, κτλ.
|elnltext=σκάνδαλον -ου, τό valstrik; overdr. verleiding, verzoeking; NT Mt. 18.7; aanstoot. NT 1 Cor. 1.23.
}}
{{elru
|elrutext='''σκάνδᾰλον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[соблазн]] (οἱ τὰ σκάνδαλα ποιοῦντες NT);<br /><b class="num">2)</b> [[предмет ужаса или отвращения]] (Ἰουδαίοις μὲν σ., Ἓλλησι δὲ [[μωρία]] NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 17: Line 20:
|lsmtext='''σκάνδᾰλον:''' τό, [[παγίδα]], [[ενέδρα]] ή [[επιβουλή]] που έχει στηθεί ή μεθοδευτεί [[εναντίον]] του εχθρού, σε Καινή Διαθήκη· μεταφ., η [[πέτρα]] του σκανδάλου, [[πράξη]] που προκαλεί [[αναστάτωση]], [[σκάνδαλο]], στο ίδ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''σκάνδᾰλον:''' τό, [[παγίδα]], [[ενέδρα]] ή [[επιβουλή]] που έχει στηθεί ή μεθοδευτεί [[εναντίον]] του εχθρού, σε Καινή Διαθήκη· μεταφ., η [[πέτρα]] του σκανδάλου, [[πράξη]] που προκαλεί [[αναστάτωση]], [[σκάνδαλο]], στο ίδ. (άγν. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκάνδᾰλον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[соблазн]] (οἱ τὰ σκάνδαλα ποιοῦντες NT);<br /><b class="num">2)</b> [[предмет ужаса или отвращения]] (Ἰουδαίοις μὲν σ., Ἓλλησι δὲ [[μωρία]] NT).
|lstext='''σκάνδᾰλον''': τό, (ἴδε [[σκανδάληθρον]]), παγὶς ἢ [[βρόχος]] στηθεὶς ὑπὸ ἐχθροῦ, Εβδ. (Ἰησ. ΚΓ΄, 13, Α΄, Βασ. ΙΗ΄, 21), πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ια΄, 7, Α΄, Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 7· - μεταφορ., [[πειρασμός]], [[πρόσκομμα]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 7, κ. Λουκ. ιζ΄, 1, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=σκάνδαλον -ου, τό valstrik; overdr. verleiding, verzoeking; NT Mt. 18.7; aanstoot. NT 1 Cor. 1.23.
}}
}}
{{etym
{{etym