3,273,735
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 5: | Line 5: | ||
|btext=ου (τό) :<br />piège placé sur le chemin, obstacle pour faire tomber ; <i>fig.</i> scandale.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαδ, tomber ; cf. <i>lat.</i> cadere. | |btext=ου (τό) :<br />piège placé sur le chemin, obstacle pour faire tomber ; <i>fig.</i> scandale.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαδ, tomber ; cf. <i>lat.</i> cadere. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σκάνδαλον -ου, τό valstrik; overdr. verleiding, verzoeking; NT Mt. 18.7; aanstoot. NT 1 Cor. 1.23. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκάνδᾰλον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[соблазн]] (οἱ τὰ σκάνδαλα ποιοῦντες NT);<br /><b class="num">2)</b> [[предмет ужаса или отвращения]] (Ἰουδαίοις μὲν σ., Ἓλλησι δὲ [[μωρία]] NT). | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 17: | Line 20: | ||
|lsmtext='''σκάνδᾰλον:''' τό, [[παγίδα]], [[ενέδρα]] ή [[επιβουλή]] που έχει στηθεί ή μεθοδευτεί [[εναντίον]] του εχθρού, σε Καινή Διαθήκη· μεταφ., η [[πέτρα]] του σκανδάλου, [[πράξη]] που προκαλεί [[αναστάτωση]], [[σκάνδαλο]], στο ίδ. (άγν. προέλ.). | |lsmtext='''σκάνδᾰλον:''' τό, [[παγίδα]], [[ενέδρα]] ή [[επιβουλή]] που έχει στηθεί ή μεθοδευτεί [[εναντίον]] του εχθρού, σε Καινή Διαθήκη· μεταφ., η [[πέτρα]] του σκανδάλου, [[πράξη]] που προκαλεί [[αναστάτωση]], [[σκάνδαλο]], στο ίδ. (άγν. προέλ.). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σκάνδᾰλον''': τό, (ἴδε [[σκανδάληθρον]]), παγὶς ἢ [[βρόχος]] στηθεὶς ὑπὸ ἐχθροῦ, Εβδ. (Ἰησ. ΚΓ΄, 13, Α΄, Βασ. ΙΗ΄, 21), πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ια΄, 7, Α΄, Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 7· - μεταφορ., [[πειρασμός]], [[πρόσκομμα]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 7, κ. Λουκ. ιζ΄, 1, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |