3,274,189
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0913.png Seite 913]] 1) schwammig, locker, porös; [[σάρξ]], eines Fisches, Archestrat. bei Ath. VII, 316 a; Arist. partt. an. 3, 6. – 2) φωνὴ σομφή, eine dumpfe, hohle, heisere Stimme, in der Mitte zwischen λευκή u. [[μέλαινα]] stehend, also der Farbe [[φαιός]] entsprechend, Arist. top. 1, 13. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0913.png Seite 913]] 1) schwammig, locker, porös; [[σάρξ]], eines Fisches, Archestrat. bei Ath. VII, 316 a; Arist. partt. an. 3, 6. – 2) φωνὴ σομφή, eine dumpfe, hohle, heisere Stimme, in der Mitte zwischen λευκή u. [[μέλαινα]] stehend, also der Farbe [[φαιός]] entsprechend, Arist. top. 1, 13. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σομφός -ή -όν sponzig, poreus. van geluid zonder resonantie, dof. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σομφός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[губчатый]], [[пористый]] ([[σάρξ]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[рыхлый]] ([[χώρα]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> (о звуке), [[глухой]] ([[φωνή]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[σομφός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />[[σπογγώδης]], [[πορώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «σομφό [[ξύλο]]»<br /><b>βοτ.</b> τα εξωτερικά ζωντανά και λειτουργικά στρώματα του δευτερογενούς ξυλώματος τών δέντρων, τα οποία επιτελούν τη [[λειτουργία]] μεταφοράς νερού και ανόργανων θρεπτικών αλάτων στο φύλλωμά τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ήχο) [[βαρύς]], [[χοντρός]] («σομφὸν φθέγγεσθαι» — λεγόταν για πρόσωπα που έχουν πολύποδα στη [[μύτη]], Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (για ήχο) ο [[ενδιάμεσος]] [[μεταξύ]] ευκρινούς και συγκεχυμένου<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[σομφός]]<br />η [[κολοκυνθίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], το επίθ. [[σομφός]] ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>swomb</i>(<i>h</i>)<i>o</i>-<i>s</i> «[[πορώδης]]» και συνδέεται με: αρχ. άνω γερμ. <i>svamp</i> «[[σπόγγος]]» (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>Schwamm</i> «[[σπόγγος]]»), αγγλοσαξ. <i>svamm</i> «[[σπόγγος]]». Πρόβλημα, [[ωστόσο]], γεννά η [[διατήρηση]] του αρκτικού <i>σ</i>- στον ελλ. τ. (<b>βλ.</b> και λ. [[σέλας]]). Η [[άποψη]], [[τέλος]], ότι πρόκειται για λ. ευρείας διάδοσης δεν θεωρείται πιθανή]. | |mltxt=-ή, -ό / [[σομφός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />[[σπογγώδης]], [[πορώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «σομφό [[ξύλο]]»<br /><b>βοτ.</b> τα εξωτερικά ζωντανά και λειτουργικά στρώματα του δευτερογενούς ξυλώματος τών δέντρων, τα οποία επιτελούν τη [[λειτουργία]] μεταφοράς νερού και ανόργανων θρεπτικών αλάτων στο φύλλωμά τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ήχο) [[βαρύς]], [[χοντρός]] («σομφὸν φθέγγεσθαι» — λεγόταν για πρόσωπα που έχουν πολύποδα στη [[μύτη]], Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (για ήχο) ο [[ενδιάμεσος]] [[μεταξύ]] ευκρινούς και συγκεχυμένου<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[σομφός]]<br />η [[κολοκυνθίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], το επίθ. [[σομφός]] ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>swomb</i>(<i>h</i>)<i>o</i>-<i>s</i> «[[πορώδης]]» και συνδέεται με: αρχ. άνω γερμ. <i>svamp</i> «[[σπόγγος]]» (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>Schwamm</i> «[[σπόγγος]]»), αγγλοσαξ. <i>svamm</i> «[[σπόγγος]]». Πρόβλημα, [[ωστόσο]], γεννά η [[διατήρηση]] του αρκτικού <i>σ</i>- στον ελλ. τ. (<b>βλ.</b> και λ. [[σέλας]]). Η [[άποψη]], [[τέλος]], ότι πρόκειται για λ. ευρείας διάδοσης δεν θεωρείται πιθανή]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σομφός''': -ή, -όν, [[σπογγώδης]], πορώδης, [[ἀραιός]], σ. [[οἷον]] σπογγιὰ Ἱππ. 408. 42· ἐπὶ κισήρεως, Ἄλεξ. ἐν «Λεβ.» 5. 10· ἡ [[γλῶττα]] σὰρξ μανὴ καὶ σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12· συχν. περὶ τῶν πνευμόνων, [[αὐτόθι]] 1. 17, 7, π. Ἀναπν. 15, 1, κ. ἀλλ.· σομφὴ [[σάρξ]], ἐπὶ ἰχθύων, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 316Α· ἐπὶ ἐδάφους, χώρη σ. καὶ [[ὕπαντρος]] Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 8, πρβλ. 1. 14, 17. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ ἤχου, [[βαρυηχής]], [[βαθύφωνος]], βραχνός, σομφὸν φθέγγεσθαι Ἱππ. 471. 43· τὸ [[μέσον]] μεταξὺ τοῦ λευκὸς καὶ [[μέλας]] ἐπὶ ἤχων, ὡς τὸ φαιὸς ἐπὶ χρωμάτων, ἴδε Ἀριστ. Τοπ. 1. 13, 6 κἑξ.· [[οὕτως]] ἐν τῇ Λατ. fusca vox, ἀντίθετον τῷ candida, Κικ. Ν. D. 2. 146· πρβλ. [[ξουθός]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σομφόν· χαῦνον». (Ὁ Κούρτ. παραβάλλων τὸ Λατ. fung-us, Γοτ. svamm-s ([[σπόγγος]]), Ἀρχ. Σκανδ. svamp-r, Ἀρχ. Γερμ. swam (schwamm) ἄγεται εἰς τὸ [[συμπέρασμα]] ὅτι τὸ σομφὸς [[εἶναι]] ταὐτὸν τῷ σφόγγος, σπόγγος). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |