Anonymous

σικύα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> fruit de l'espèce des cucurbitacées;<br /><b>2</b> sorte de coupe à boire allongée.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σίκυος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> fruit de l'espèce des cucurbitacées;<br /><b>2</b> sorte de coupe à boire allongée.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σίκυος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σῐκύα''': Ἰωνικ. -ύη, , καρπός τις [[ὅμοιος]] τῷ ἀγγουρίῳ (πρβλ. [[σίκυος]]). ἀλλὰ δὲν ἐτρώγετο εἰ μὴ [[ὥριμος]], [[ἴσως]] = [[πέπων]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 2,· Σπεύσιππ. παρ’ Ἀθην. 68F· τὸ δὲ φυτὸν ηὐξάνετο εἰς τὸ [[ὕψος]] δένδρου, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 1. 10, 4. 2) κατὰ τὴν διάλεκτον τῶν Ἑλλησποντίων, ἡ μακρὰ [[κολοκύνθη]] ἢ «δολμᾶς» (ἡ [[συνήθης]] ἐκαλεῖτο [[ἁπλῶς]] [[κολοκύνθη]]), Ἀθήν. 58F κἑξ., πρβλ. Schneid. εἰς Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτέρ.· - παρ’ Ἀττ. [[κολοκύντη]] ἦτο τὸ [[ὄνομα]] τοῦ γένους. 3) = [[κολοκυνθίς]], ἡ, Ἱππ. 605. 46· [[ὡσαύτως]] [[σικυώνη]]. ΙΙ. «βεντοῦζα», ὑάλινον [[δοχεῖον]] πρὸς ἀφαίρεσιν αἵματος, ἔχον τὸ [[σχῆμα]] κολοκύνθης, cucurbita, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 5, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17, Ἀφ. 1255, Ἀριστοφ. Ρητορ. 3. 2, 12· πρβλ. [[κύαθος]] ΙΙΙ, Ἡσύχ.
|elnltext=σῐκύᾱ -ας, ἡ, Ion. σικύη pompoen; geneesk. laatkop (instrument voor aderlating).
}}
{{elru
|elrutext='''σῐκύα:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[тыква]] или [[дыня]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> (тж. σ. [[ἰατρική]] Arst.) медицинская банка Plat., Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σῐκύα:''' Ιων. -ύη, <i>ἡ</i>,<br /><b class="num">I.</b> είδος καρπού όμοιο με το [[αγγούρι]] ή την [[κολοκύθα]], πιθ. το [[πεπόνι]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> γυάλινο [[δοχείο]] για την [[αφαίμαξη]], [[βεντούζα]] ([[καθώς]] είχε το [[σχήμα]] της [[κολοκύθας]]), Λατ. [[cucurbita]], στον ίδ.
|lsmtext='''σῐκύα:''' Ιων. -ύη, <i>ἡ</i>,<br /><b class="num">I.</b> είδος καρπού όμοιο με το [[αγγούρι]] ή την [[κολοκύθα]], πιθ. το [[πεπόνι]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> γυάλινο [[δοχείο]] για την [[αφαίμαξη]], [[βεντούζα]] ([[καθώς]] είχε το [[σχήμα]] της [[κολοκύθας]]), Λατ. [[cucurbita]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σῐκύα:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[тыква]] или [[дыня]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> (тж. σ. [[ἰατρική]] Arst.) медицинская банка Plat., Plut.
|lstext='''σῐκύα''': Ἰωνικ. -ύη, , καρπός τις [[ὅμοιος]] τῷ ἀγγουρίῳ (πρβλ. [[σίκυος]]). ἀλλὰ δὲν ἐτρώγετο εἰ μὴ [[ὥριμος]], [[ἴσως]] = [[πέπων]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 2,· Σπεύσιππ. παρ’ Ἀθην. 68F· τὸ δὲ φυτὸν ηὐξάνετο εἰς τὸ [[ὕψος]] δένδρου, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 1. 10, 4. 2) κατὰ τὴν διάλεκτον τῶν Ἑλλησποντίων, ἡ μακρὰ [[κολοκύνθη]] ἢ «δολμᾶς» (ἡ [[συνήθης]] ἐκαλεῖτο [[ἁπλῶς]] [[κολοκύνθη]]), Ἀθήν. 58F κἑξ., πρβλ. Schneid. εἰς Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτέρ.· - παρ’ Ἀττ. [[κολοκύντη]] ἦτο τὸ [[ὄνομα]] τοῦ γένους. 3) = [[κολοκυνθίς]], ἡ, Ἱππ. 605. 46· [[ὡσαύτως]] [[σικυώνη]]. ΙΙ. «βεντοῦζα», ὑάλινον [[δοχεῖον]] πρὸς ἀφαίρεσιν αἵματος, ἔχον τὸ [[σχῆμα]] κολοκύνθης, cucurbita, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 5, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17, Ἀφ. 1255, Ἀριστοφ. Ρητορ. 3. 2, 12· πρβλ. [[κύαθος]] ΙΙΙ, Ἡσύχ.
}}
{{elnl
|elnltext=σῐκύᾱ -ας, , Ion. σικύη pompoen; geneesk. laatkop (instrument voor aderlating).
}}
}}
{{etym
{{etym