Anonymous

σκερβόλλω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=injurier, outrager.<br />'''Étymologie:''' [[σκέρβολος]].
|btext=injurier, outrager.<br />'''Étymologie:''' [[σκέρβολος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκερβόλλω''': [[σκώπτω]], [[ὀνειδίζω]], [[ὑβρίζω]], σκ. πονηρά, [[ὑβρίζω]], [[ὀνειδίζω]], μεταχειρίζομαι ὕβρεις χυδαίας, κακολογῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 822· «σκέρβολλε· λοιδόρει» καὶ «σκερβόλλει· ἀπατᾷ» Ἡσύχ. ([[ὅστις]] μνημονεύει τύπον [[κερβολέω]]).
|elnltext=σκερβόλλω [σκῶρ, βάλλω?] modder gooien, lelijke dingen zeggen. Aristoph. Eq. 821.
}}
{{elru
|elrutext='''σκερβόλλω:''' [[σκῶρ]] обливать грязью, оскорблять: σ. [[πονηρά]] Arph. непристойно ругаться.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σκερβόλλω:''' [[υβρίζω]], [[λοιδορώ]], [[ψέγω]], [[χλευάζω]], [[σκερβόλλω]] πονηρά, [[χρησιμοποιώ]] χυδαίες εκφράσεις, [[ονειδίζω]], σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''σκερβόλλω:''' [[υβρίζω]], [[λοιδορώ]], [[ψέγω]], [[χλευάζω]], [[σκερβόλλω]] πονηρά, [[χρησιμοποιώ]] χυδαίες εκφράσεις, [[ονειδίζω]], σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκερβόλλω:''' [[σκῶρ]] обливать грязью, оскорблять: σ. [[πονηρά]] Arph. непристойно ругаться.
|lstext='''σκερβόλλω''': [[σκώπτω]], [[ὀνειδίζω]], [[ὑβρίζω]], σκ. πονηρά, [[ὑβρίζω]], [[ὀνειδίζω]], μεταχειρίζομαι ὕβρεις χυδαίας, κακολογῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 822· «σκέρβολλε· λοιδόρει» καὶ «σκερβόλλει· ἀπατᾷ» Ἡσύχ. ([[ὅστις]] μνημονεύει τύπον [[κερβολέω]]).
}}
{{elnl
|elnltext=σκερβόλλω [σκῶρ, βάλλω?] modder gooien, lelijke dingen zeggen. Aristoph. Eq. 821.
}}
}}
{{etym
{{etym