Anonymous

σπάραγμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> déchirure, lambeau ; [[σπάραγμα]] λόγων PLUT fragments de discours ; σπαράγματα γραμμάτων PLUT abréviations;<br /><b>2</b> action de déchirer.<br />'''Étymologie:''' [[σπαράσσω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> déchirure, lambeau ; [[σπάραγμα]] λόγων PLUT fragments de discours ; σπαράγματα γραμμάτων PLUT abréviations;<br /><b>2</b> action de déchirer.<br />'''Étymologie:''' [[σπαράσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σπάραγμα''': τό, [[μέρος]] ἀπεσπασμένον, [[τεμάχιον]] ἐσχισμένον, [[τεμάχιον]], λωρίς, ὅσων σπαράγματα, πάντες ἐκεῖνοι ὅσων τὰ ἐσπαραγμένα πτώματα …, Σοφ. Ἀντ. 1081· [[σπάραγμα]] κόμας Εὐρ. Ἀνδρ. 826· γίνεται τὰ μὲν ἀπὸ σπερμάτων τὰ δ’ ἀπὸ σπαραγμάτων, ἐκ κλάδων ἀπεσπασμένων, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 11· σπ. κρημνῶν, ἀποσπάσματα κρημνῶν, ὄγκοι κρημνώδεις, Πλουτ. Μάρ. 23· σπ. στεφάνων, λόγων, ἀποσπάσματα, τεμάχια …, Πλούτ. 2. 463A, κτλ.· σπ. γραμμάτων, συντετμημέναι λέξεις, [[αὐτόθι]] 1011D. ΙΙ. = [[σπαραγμός]], τὸ σπαράττειν, ἀποσπᾶν βιαίως, διασπαράττειν, δαμάλας διεφόρουν σπαράγμασιν Εὐρ. Βάκχ. 739.
|elnltext=σπάραγμα -ατος, τό [σπαράττω] afgescheurd of afgerukt stuk, brokstuk:. σπάραγμα κόμας ( gen. ) θήσομαι ik zal mijn haren uitrukken Eur. Andr. 826 ( lyr. ). het in stukken scheuren:. ἄλλαι … δαμάλας διεφόρουν σπαράγμασιν andere vrouwen trokken jonge koeien uiteen en scheurden ze in stukken Eur. Ba. 739.
}}
{{elru
|elrutext='''σπάραγμα:''' ατος τό (преимущ. pl.) кусок, лоскут Anth.: σ. κόμας Eur. клок волос; διαφέρειν τι σπαράγμασιν Eur. разрывать что-л. в клочья; κρημνῶν σπαράγματα Plut. обломки скал; σπαράγματα λόγων Plut. обрывки (фрагменты) речей.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σπάραγμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[τμήμα]] που έχει αποσχισθεί, [[κομμάτι]], [[απόκομμα]], [[απόσπασμα]]· <i>ὅσων σπαράγματα</i>, όλοι αυτοί που τα κομματιασμένα τους πτώματα, σε Σοφ.· [[σπάραγμα]] κόμας, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[σπαραγμός]], [[απόσχιση]], βίαιη [[απόσπαση]], [[θραύση]], στον ίδ.
|lsmtext='''σπάραγμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[τμήμα]] που έχει αποσχισθεί, [[κομμάτι]], [[απόκομμα]], [[απόσπασμα]]· <i>ὅσων σπαράγματα</i>, όλοι αυτοί που τα κομματιασμένα τους πτώματα, σε Σοφ.· [[σπάραγμα]] κόμας, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[σπαραγμός]], [[απόσχιση]], βίαιη [[απόσπαση]], [[θραύση]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σπάραγμα:''' ατος τό (преимущ. pl.) кусок, лоскут Anth.: σ. κόμας Eur. клок волос; διαφέρειν τι σπαράγμασιν Eur. разрывать что-л. в клочья; κρημνῶν σπαράγματα Plut. обломки скал; σπαράγματα λόγων Plut. обрывки (фрагменты) речей.
|lstext='''σπάραγμα''': τό, [[μέρος]] ἀπεσπασμένον, [[τεμάχιον]] ἐσχισμένον, [[τεμάχιον]], λωρίς, ὅσων σπαράγματα, πάντες ἐκεῖνοι ὅσων τὰ ἐσπαραγμένα πτώματα …, Σοφ. Ἀντ. 1081· [[σπάραγμα]] κόμας Εὐρ. Ἀνδρ. 826· γίνεται τὰ μὲν ἀπὸ σπερμάτων τὰ δ’ ἀπὸ σπαραγμάτων, ἐκ κλάδων ἀπεσπασμένων, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 11· σπ. κρημνῶν, ἀποσπάσματα κρημνῶν, ὄγκοι κρημνώδεις, Πλουτ. Μάρ. 23· σπ. στεφάνων, λόγων, ἀποσπάσματα, τεμάχια …, Πλούτ. 2. 463A, κτλ.· σπ. γραμμάτων, συντετμημέναι λέξεις, [[αὐτόθι]] 1011D. ΙΙ. = [[σπαραγμός]], τὸ σπαράττειν, ἀποσπᾶν βιαίως, διασπαράττειν, δαμάλας διεφόρουν σπαράγμασιν Εὐρ. Βάκχ. 739.
}}
{{elnl
|elnltext=σπάραγμα -ατος, τό [σπαράττω] afgescheurd of afgerukt stuk, brokstuk:. σπάραγμα κόμας ( gen. ) θήσομαι ik zal mijn haren uitrukken Eur. Andr. 826 ( lyr. ). het in stukken scheuren:. ἄλλαι … δαμάλας διεφόρουν σπαράγμασιν andere vrouwen trokken jonge koeien uiteen en scheurden ze in stukken Eur. Ba. 739.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj