Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σταθμητός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui peut être réglé;<br /><b>2</b> qu’on peut mesurer.<br />'''Étymologie:''' [[σταθμάω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui peut être réglé;<br /><b>2</b> qu’on peut mesurer.<br />'''Étymologie:''' [[σταθμάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σταθμητός''': -ή, -όν, ([[σταθμάω]]) ὃν δύναται νὰ μετρήσῃ τις, τινι, διά τινος μέτρου, Πλάτ. Χαρμ. 154Β, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 93· οὐ στ., [[ἀμέτρητος]], ἀνυπολόγιστος, Νικήτ. Χρον. 81D· οὐ στ. τὸ [[μέγεθος]] Ἀρρ. παρὰ Σουΐδ.
|elnltext=σταθμητός --όν [σταθμάω] meetbaar:. ἐμοί... οὐδὲν σταθμητόν voor mij is niets meetbaar, d.w.z. op mijn beoordelingsvermogen kun je niet afgaan Plat. Chrm. 154b.
}}
{{elru
|elrutext='''σταθμητός:''' [adj. verb. к [[σταθμάω]] измеряемый: ἐμοὶ οὐδὲν σταθμητόν Plat. со мной сообразоваться не следует, т. е. я тут не судья.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σταθμητός:''' -ή, -όν ([[σταθμάω]]), αυτός τον οποίο μπορεί να μετρήσει, να ζυγίσει, να προβλέψει [[κάποιος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''σταθμητός:''' -ή, -όν ([[σταθμάω]]), αυτός τον οποίο μπορεί να μετρήσει, να ζυγίσει, να προβλέψει [[κάποιος]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σταθμητός:''' [adj. verb. к [[σταθμάω]] измеряемый: ἐμοὶ οὐδὲν σταθμητόν Plat. со мной сообразоваться не следует, т. е. я тут не судья.
|lstext='''σταθμητός''': -ή, -όν, ([[σταθμάω]]) ὃν δύναται νὰ μετρήσῃ τις, τινι, διά τινος μέτρου, Πλάτ. Χαρμ. 154Β, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 93· οὐ στ., [[ἀμέτρητος]], ἀνυπολόγιστος, Νικήτ. Χρον. 81D· οὐ στ. τὸ [[μέγεθος]] Ἀρρ. παρὰ Σουΐδ.
}}
{{elnl
|elnltext=σταθμητός -ή -όν [σταθμάω] meetbaar:. ἐμοί... οὐδὲν σταθμητόν voor mij is niets meetbaar, d.w.z. op mijn beoordelingsvermogen kun je niet afgaan Plat. Chrm. 154b.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σταθμητός]], ή, όν [[σταθμάω]]<br />to be [[measured]], Plat.
|mdlsjtxt=[[σταθμητός]], ή, όν [[σταθμάω]]<br />to be [[measured]], Plat.
}}
}}