Anonymous

στείβω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>I.</b> fouler aux pieds une étoffe pour la nettoyer;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> fouler aux pieds <i>en gén.</i><br /><b>2</b> fouler un chemin, le parcourir : στειβόμεναι ὁδοί XÉN chemins battus, fréquentés.<br />'''Étymologie:''' R. Στιβ &gt; Στειβ, fouler.
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>I.</b> fouler aux pieds une étoffe pour la nettoyer;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> fouler aux pieds <i>en gén.</i><br /><b>2</b> fouler un chemin, le parcourir : στειβόμεναι ὁδοί XÉN chemins battus, fréquentés.<br />'''Étymologie:''' R. Στιβ &gt; Στειβ, fouler.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στείβω''': Ἐπικ. παρατ. στεῖβον Ὅμ., Ἰωνικ. στείβεσκον Κόϊντ. Σμ. 1. 352· μέλλ. στείψω Ἀπολλιν. ἐν Παλ. Διαθ.· ἀόρ. ἔστειψα (κατ-) Σοφ. Ο. Κ. 467. (Ἐκ τῆς √ΣΤΙΒ παράγονται [[ὡσαύτως]] στιβέω, στίβος, ἀστιβής, -στιβάς, στιβαρός, στιπτός, καὶ μετὰ μακρᾶς παραληγ. στῖφος, στοιβή, στοιβάζω· πιθανῶς συγγεν. τῇ √ΣΤΕΜΦ, [[στέμβω]]). Πατῶ, καταπατῶ ὑπὸ τοὺς πόδας μου, «τσαλαπατῶ», ἐπὶ ἵππων, στείβοντες νέκυάς τε καὶ ἀσπίδας Ἰλ. Λ. 534. πρβλ. Υ. 499· στεῖβον ἐν βόθροισιν εἵματα, ἐπάτουν τὰ ἐνδύματα ἐντὸς τῶν βόθρων (πρβλ. τὸ Γερμαν. walken), [[ὅπως]] ἀποπλύνωσι καὶ καθαρίσωσιν αὐτὰ (πρβλ. τὸ κοινὸν «[[στείβω]] τὰ ῥοῦχα», [[ὅπερ]] [[ὅμως]] δυνατὸν νὰ [[εἶναι]] «στύβω...» ἐκ τοῦ [[στύφω]], μεταφρ.), Ὀδ. Ζ. 92· στ. δόμον ποσὶ Ἀνθ. Π. 9. 327. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., πατῶ ἢ [[βαδίζω]] ὁδὸν τινα, κέλευθον ποδὶ Εὐρ. Ἑλ. 869· [[πέδον]] Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 836· [[ὡσαύτως]], χοροὺς στείβουσι ποδοῖν, ἐρρύθμως κινοῦντες τοὺς πόδας, Εὐρ. Ἴων 495· νομὸν στ. Νικ. Θηρ. 609. 3) ἀπολ., πατῶ, [[βαδίζω]], κατὰ τόπον Ὕμν. Ὁμ. 18. 4· ποδὶ στ. ἀνοσίῳ Εὐρ. Ἑλ. 689· ἵνα στείβουσι κύνες ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 217, πρβλ. Ὀππ. Κυν. 1. 456. ΙΙ. καταπατῶ, ἐν τῷ παθ., [[κονία]] στειβομένα Θεόκρ. 17. 122· αἱ στειβόμεναι ὁδοί, αἱ συχναζόμεναι, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 13.
|elnltext=στείβω, ep. imperf. στεῖβον. met acc. stampen op, vertrappen:; νέκυας de lijken Il. 1.534; εἵματα (met de voeten) kleren schoonstampen (om ze te wassen) Od. 6.92; χοροὺς ποδοῖν σ. op de dansplaatsen stampen met de voeten Eur. Ion 495; κέλευθον ποδί σ. ἀνοσίῳ een pad met goddeloze voet betreden Eur. Hel. 869; pass. druk begaan worden (van wegen). abs. lopen, rennen met plaatsbepaling. ἵνα στείβουσι κύνες waar honden rennen Eur. Hipp. 217.
}}
{{elru
|elrutext='''στείβω:''' (преимущ. praes. и impf.; эп. impf. στεῖβον; pf. pass. ἐστίβημαι)<br /><b class="num">1)</b> [[топтать]], [[попирать]] (νέκυας Hom.): κέλευθον ποδὶ σ. Eur. идти по дороге;<br /><b class="num">2)</b> [[втаптывать]] (εἵματα ἐν βόθροισι Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[утаптывать]] ([[ποσί]] τι Anth.): οἱ στειβόμεναι ὁδοί Xen. большие дороги;<br /><b class="num">4)</b> [[ходить]], [[бродить]] (κατὰ πέτρης κάρηνα HH); мчаться, нестись (κύνες στείβουσι Eur.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''στείβω:''' Επικ. παρατ. <i>στεῖβον</i>, μέλ. <i>-ψω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔστειψα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ποδοπατώ]], [[καταπατώ]], [[τσαλαπατώ]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> με σύστ. αιτ., [[πατώ]] ή [[βαδίζω]] σε έναν δρόμο, σε Ευρ.· επίσης, <i>χορούς στείβειν</i>, [[κινώ]] ρυθμικά τα πόδια μου χορεύοντας, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[πατώ]], [[βαδίζω]].<br /><b class="num">II.</b> [[καταπατώ]], στην Παθ., σε Θεόκρ.· <i>αἱ στειβόμεναι ὁδοί</i>, οι δρόμοι που έχουν πατηθεί, σε Ξεν.
|lsmtext='''στείβω:''' Επικ. παρατ. <i>στεῖβον</i>, μέλ. <i>-ψω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔστειψα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ποδοπατώ]], [[καταπατώ]], [[τσαλαπατώ]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> με σύστ. αιτ., [[πατώ]] ή [[βαδίζω]] σε έναν δρόμο, σε Ευρ.· επίσης, <i>χορούς στείβειν</i>, [[κινώ]] ρυθμικά τα πόδια μου χορεύοντας, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[πατώ]], [[βαδίζω]].<br /><b class="num">II.</b> [[καταπατώ]], στην Παθ., σε Θεόκρ.· <i>αἱ στειβόμεναι ὁδοί</i>, οι δρόμοι που έχουν πατηθεί, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στείβω:''' (преимущ. praes. и impf.; эп. impf. στεῖβον; pf. pass. ἐστίβημαι)<br /><b class="num">1)</b> [[топтать]], [[попирать]] (νέκυας Hom.): κέλευθον ποδὶ σ. Eur. идти по дороге;<br /><b class="num">2)</b> [[втаптывать]] (εἵματα ἐν βόθροισι Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[утаптывать]] ([[ποσί]] τι Anth.): οἱ στειβόμεναι ὁδοί Xen. большие дороги;<br /><b class="num">4)</b> [[ходить]], [[бродить]] (κατὰ πέτρης κάρηνα HH); мчаться, нестись (κύνες στείβουσι Eur.).
|lstext='''στείβω''': Ἐπικ. παρατ. στεῖβον Ὅμ., Ἰωνικ. στείβεσκον Κόϊντ. Σμ. 1. 352· μέλλ. στείψω Ἀπολλιν. ἐν Παλ. Διαθ.· ἀόρ. ἔστειψα (κατ-) Σοφ. Ο. Κ. 467. (Ἐκ τῆς √ΣΤΙΒ παράγονται [[ὡσαύτως]] στιβέω, στίβος, ἀστιβής, -στιβάς, στιβαρός, στιπτός, καὶ μετὰ μακρᾶς παραληγ. στῖφος, στοιβή, στοιβάζω· πιθανῶς συγγεν. τῇ √ΣΤΕΜΦ, [[στέμβω]]). Πατῶ, καταπατῶ ὑπὸ τοὺς πόδας μου, «τσαλαπατῶ», ἐπὶ ἵππων, στείβοντες νέκυάς τε καὶ ἀσπίδας Ἰλ. Λ. 534. πρβλ. Υ. 499· στεῖβον ἐν βόθροισιν εἵματα, ἐπάτουν τὰ ἐνδύματα ἐντὸς τῶν βόθρων (πρβλ. τὸ Γερμαν. walken), [[ὅπως]] ἀποπλύνωσι καὶ καθαρίσωσιν αὐτὰ (πρβλ. τὸ κοινὸν «[[στείβω]] τὰ ῥοῦχα», [[ὅπερ]] [[ὅμως]] δυνατὸν νὰ [[εἶναι]] «στύβω...» ἐκ τοῦ [[στύφω]], μεταφρ.), Ὀδ. Ζ. 92· στ. δόμον ποσὶ Ἀνθ. Π. 9. 327. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., πατῶ ἢ [[βαδίζω]] ὁδὸν τινα, κέλευθον ποδὶ Εὐρ. Ἑλ. 869· [[πέδον]] Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 836· [[ὡσαύτως]], χοροὺς στείβουσι ποδοῖν, ἐρρύθμως κινοῦντες τοὺς πόδας, Εὐρ. Ἴων 495· νομὸν στ. Νικ. Θηρ. 609. 3) ἀπολ., πατῶ, [[βαδίζω]], κατὰ τόπον Ὕμν. Ὁμ. 18. 4· ποδὶ στ. ἀνοσίῳ Εὐρ. Ἑλ. 689· ἵνα στείβουσι κύνες ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 217, πρβλ. Ὀππ. Κυν. 1. 456. ΙΙ. καταπατῶ, ἐν τῷ παθ., [[κονία]] στειβομένα Θεόκρ. 17. 122· αἱ στειβόμεναι ὁδοί, αἱ συχναζόμεναι, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 13.
}}
{{elnl
|elnltext=στείβω, ep. imperf. στεῖβον. met acc. stampen op, vertrappen:; νέκυας de lijken Il. 1.534; εἵματα (met de voeten) kleren schoonstampen (om ze te wassen) Od. 6.92; χοροὺς ποδοῖν σ. op de dansplaatsen stampen met de voeten Eur. Ion 495; κέλευθον ποδί σ. ἀνοσίῳ een pad met goddeloze voet betreden Eur. Hel. 869; pass. druk begaan worden (van wegen). abs. lopen, rennen met plaatsbepaling. ἵνα στείβουσι κύνες waar honden rennen Eur. Hipp. 217.
}}
}}
{{etym
{{etym