Anonymous

σπάρτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br />sparte, sorte de genêt, <i>plante, dont on tresse l'écorce pour en faire des cordes, des corbeilles, etc.</i><br />'''Étymologie:''' cf. [[σπεῖρα]].
|btext=ου (ὁ) :<br />sparte, sorte de genêt, <i>plante, dont on tresse l'écorce pour en faire des cordes, des corbeilles, etc.</i><br />'''Étymologie:''' cf. [[σπεῖρα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σπάρτος''': ὁ καὶ ἡ, ὁ [[θάμνος]] «[[σπάρτον]]» ἢ «σπαρτί», περιλαμβάνων (κατὰ τὸν Beckmann Hist. of Inventions) τό τε Spartium junceum καὶ τὸ Stipa tenacissima τοῦ Λινν., φυόμενα ἐν Ἰσπανίᾳ (ἔτι δὲ καὶ νῦν ἀμφότερα τὰ εἴδη καλοῦνται [[ἐκεῖ]] esparto) καὶ (ὡς Πλίν. λέγει) οἱ ἰσπανοὶ κατασκεύαζον ἐξ ἀμφοτέρων διάφορα πράγματα, ἀλλ’ οἱ Καρχηδόνιοι καὶ οἱ Ρωμαῖοι (καὶ μετὰ [[ταῦτα]] οἱ Ἕλληνες) σχοινία ἢ καλῴδια· τὸ πρῶτον πιθαν. παρὰ Πλάτ. ἐν Πολιτικ. 280C, Ξεν. Κυν. 9, 13, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 2· τὸ δὲ δεύτερον παρὰ Πλιν. 19. 7. 2) τὸ κοινὸν [[σπάρτον]] ἢ «σπαρτί» (Spartium scoparium), ὁ αὐτ. 24. 40· ἴδε ἐν λέξ. [[σπάρτον]]. ΙΙ. [[σπάρτος]], ἡ, = [[σπάρτη]] ΙΙ, Σχόλ. εἰς Πλάτ. Χαρμ. 154Β.
|elnltext=σπάρτος -ου, ὁ [~ σπάρτον] een soort brem (bezemstruik, Spartium iunceum, waarvan men touwen maakte).
}}
{{elru
|elrutext='''σπάρτος:''' бот.<br /><b class="num">1)</b> [[дрок]], [[шильная трава]] (Spartium) (трава, употреблявшаяся для витья веревок, плетения корзин и т. п.) Xen., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> Plin. = [[σπάρτον]] 3.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σπάρτος:''' ὁ και ἡ, θαμνώδες [[φυτό]], Ισπανικό [[σπάρτο]], [[βούρλο]], καλαμόχορτο, σε Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''σπάρτος:''' ὁ και ἡ, θαμνώδες [[φυτό]], Ισπανικό [[σπάρτο]], [[βούρλο]], καλαμόχορτο, σε Ξεν. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σπάρτος:''' ὁ бот.<br /><b class="num">1)</b> [[дрок]], [[шильная трава]] (Spartium) (трава, употреблявшаяся для витья веревок, плетения корзин и т. п.) Xen., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> Plin. = [[σπάρτον]] 3.
|lstext='''σπάρτος''': καὶ ἡ, ὁ [[θάμνος]] «[[σπάρτον]]» ἢ «σπαρτί», περιλαμβάνων (κατὰ τὸν Beckmann Hist. of Inventions) τό τε Spartium junceum καὶ τὸ Stipa tenacissima τοῦ Λινν., φυόμενα ἐν Ἰσπανίᾳ (ἔτι δὲ καὶ νῦν ἀμφότερα τὰ εἴδη καλοῦνται [[ἐκεῖ]] esparto) καὶ (ὡς ὁ Πλίν. λέγει) οἱ ἰσπανοὶ κατασκεύαζον ἐξ ἀμφοτέρων διάφορα πράγματα, ἀλλ’ οἱ Καρχηδόνιοι καὶ οἱ Ρωμαῖοι (καὶ μετὰ [[ταῦτα]] οἱ Ἕλληνες) σχοινία ἢ καλῴδια· τὸ πρῶτον πιθαν. παρὰ Πλάτ. ἐν Πολιτικ. 280C, Ξεν. Κυν. 9, 13, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 2· τὸ δὲ δεύτερον παρὰ Πλιν. 19. 7. 2) τὸ κοινὸν [[σπάρτον]] ἢ «σπαρτί» (Spartium scoparium), ὁ αὐτ. 24. 40· ἴδε ἐν λέξ. [[σπάρτον]]. ΙΙ. [[σπάρτος]], ἡ, = [[σπάρτη]] ΙΙ, Σχόλ. εἰς Πλάτ. Χαρμ. 154Β.
}}
{{elnl
|elnltext=σπάρτος -ου, [~ σπάρτον] een soort brem (bezemstruik, Spartium iunceum, waarvan men touwen maakte).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σπάρτος]], ὁ, ἡ,<br />Spanish [[broom]], esparto, Xen., etc.
|mdlsjtxt=[[σπάρτος]], ὁ, ἡ,<br />Spanish [[broom]], esparto, Xen., etc.
}}
}}