Anonymous

σκοπιά: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>I.</b> lieu d'où l'on observe, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> sommet d'une montagne;<br /><b>2</b> tour d'observation;<br /><b>II.</b> action d'observer, d'épier : σκοπιὴν <i>(ion.)</i> ἔχειν OD être en observation.<br />'''Étymologie:''' [[σκοπός]].
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>I.</b> lieu d'où l'on observe, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> sommet d'une montagne;<br /><b>2</b> tour d'observation;<br /><b>II.</b> action d'observer, d'épier : σκοπιὴν <i>(ion.)</i> ἔχειν OD être en observation.<br />'''Étymologie:''' [[σκοπός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκοπιά''': Ἰων. -ιή, ἡ, ([[σκοπός]], [[σκοπέω]]) [[τόπος]] ὑψηλὸς ἐξ οὗ δύναταί τις νὰ παρατηρῇ ἢ φυλάττῃ ἢ κατσκοπεύῃ, παρ’ Ὁμήρ. αείποτε σημαίνει κορυφὴν ὄρους, σκοπιὴν εἰς παιπαλόεσσαν Ὀδ. Κ. 97· ἀπὸ σκοπιῆς εἶδεν Ἰλ. Δ. 275, Ὀδ. Δ. 524· ἥμενος ἐν σκοπιῇ Ἰλ. Ε. 771· ὀπτῆρας δὲ κατὰ σκοπιὰς ὤτρυνα νέεσθαι, νὰ ἀπέλθῃ [[ἕκαστος]] εἰς τὴν θέσιν του [[ὅπως]] φυλάττῃ, Ὀδ. Ξ. 261· [[ἄγγελος]] … ἀπὸ τηλαυγέος φαινόμενος σκ. Θέογν. 550· ἐπὶ τοῦ Κιθαιρῶνος, Σιμωνίδ. 130· ἐπὶ τοῦ Ἄθω, Σοφ. Ἀποσπ. 229· [[Ἰλιὰς]] σκ., ἐπὶ τῆς Τρωϊκῆς ἀκροπόλεως, Εὐρ. Ἑκ. 931, πρβλ. Φοιν. 233, Ἀριστοφ. Νεφ. 281, κτλ. καὶ ἴδε [[σκόπελος]]. 2) μεταφορ. τὸ [[ὕψος]] ἢ τὸ ὕψιστον [[σημεῖον]] παντὸς πράγματος, Πινδ. Ν. 9.112.<br />3) παρὰ πεζογράφοις [[ἁπλῶς]], [[πύργος]] ἐν ᾧ ἀγρυπνοῦσι φύλακες, Λατ. specula, Ἡρόδ. 2. 15· [[ὥσπερ]] ἀπὸ σκ. μοι φαίνεται Πλάτ. Πολ. 445C. ΙΙ. [[φυλακή]], [[προσοχή]], [[ἀγρυπνία]], σκοπιὴν ἔχειν, φυλάττειν, ἀγρυπνεῖν, Ὀδ. Θ. 302· οὔ κῃ … σκ. ἔχοντες τούτων Ἡρόδ. 5. 13· κρυπταὶ σκ. Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 10, πρβλ. Ἄρατ. 883. ΙΙΙ. σκοπιαί, αἱ, = Ὀρειάδες, Welcker παρ’ Ἰακωψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκ. σελ. 421. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἀκρώρειαι. ὑψηλοὶ τόποι».
|elnltext=σκοπιά -ᾶς, ἡ ep. en Ion. σκοπιή [~ σκοπός] uitkijk, wacht:. σκοπιὴν ἔχειν de wacht houden Od. 8.302; σκοπιὴν ἔχοντες τούτων op de uitkijk staan daarvoor Hdt. 5.13.1. uitkijkpost: ἥμενος ἐν σκοπιῇ op een uitkijkpunt zittend Il. 5.771; Ἰλιὰς σκοπιά het uitkijkpunt van Troje (de burcht) Eur. Hec. 931 ( lyr. ); milit. uitkijktoren, wachttoren.
}}
{{elru
|elrutext='''σκοπιά:''' эп.-ион. [[σκοπιή]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[возвышенное место]], [[наблюдательный пункт]] (τὸν ἀπὸ σκοπιῆς εἶδε Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[вершина]] (οὔρειαι σκοπιαί Eur.): [[Ἰλιὰς]] σ. Eur. высоты Илионской твердыни;<br /><b class="num">3)</b> [[наблюдение]] (σκοπιὴν ἔχειν τινός Her.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''σκοπιά:''' Ιων. -ιή, <i>ἡ</i> ([[σκοπέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> υπερυψωμένος [[τόπος]] από τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να παρατηρεί ή να παρακολουθεί και να κατασκοπεύει, [[βουνοκορφή]], σε Όμηρ.· λέγεται για την [[ακρόπολη]] της Τροίας, σε Ευρ.· πρβλ. [[σκόπελος]].<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., ύψος ή υψηλότερο [[σημείο]] [[κάθε]] πράγματος, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> [[πύργος]] όπου φυλάνε [[σκοπιά]] οι φρουροί, [[φυλάκιο]], [[παρατηρητήριο]], Λατ. [[specula]], σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[φρουρά]], οι επιφορτισμένοι να φυλάσσουν [[σκοπιά]] άντρες· <i>σκοπιὴν ἔχειν</i>, [[φρουρώ]], [[φυλάσσω]] [[σκοπιά]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
|lsmtext='''σκοπιά:''' Ιων. -ιή, <i>ἡ</i> ([[σκοπέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> υπερυψωμένος [[τόπος]] από τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να παρατηρεί ή να παρακολουθεί και να κατασκοπεύει, [[βουνοκορφή]], σε Όμηρ.· λέγεται για την [[ακρόπολη]] της Τροίας, σε Ευρ.· πρβλ. [[σκόπελος]].<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., ύψος ή υψηλότερο [[σημείο]] [[κάθε]] πράγματος, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> [[πύργος]] όπου φυλάνε [[σκοπιά]] οι φρουροί, [[φυλάκιο]], [[παρατηρητήριο]], Λατ. [[specula]], σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[φρουρά]], οι επιφορτισμένοι να φυλάσσουν [[σκοπιά]] άντρες· <i>σκοπιὴν ἔχειν</i>, [[φρουρώ]], [[φυλάσσω]] [[σκοπιά]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκοπιά:''' эп.-ион. [[σκοπιή]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[возвышенное место]], [[наблюдательный пункт]] (τὸν ἀπὸ σκοπιῆς εἶδε Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[вершина]] (οὔρειαι σκοπιαί Eur.): [[Ἰλιὰς]] σ. Eur. высоты Илионской твердыни;<br /><b class="num">3)</b> [[наблюдение]] (σκοπιὴν ἔχειν τινός Her.).
|lstext='''σκοπιά''': Ἰων. -ιή, ἡ, ([[σκοπός]], [[σκοπέω]]) [[τόπος]] ὑψηλὸς ἐξ οὗ δύναταί τις νὰ παρατηρῇ ἢ φυλάττῃ ἢ κατσκοπεύῃ, παρ’ Ὁμήρ. αείποτε σημαίνει κορυφὴν ὄρους, σκοπιὴν εἰς παιπαλόεσσαν Ὀδ. Κ. 97· ἀπὸ σκοπιῆς εἶδεν Ἰλ. Δ. 275, Ὀδ. Δ. 524· ἥμενος ἐν σκοπιῇ Ἰλ. Ε. 771· ὀπτῆρας δὲ κατὰ σκοπιὰς ὤτρυνα νέεσθαι, νὰ ἀπέλθῃ [[ἕκαστος]] εἰς τὴν θέσιν του [[ὅπως]] φυλάττῃ, Ὀδ. Ξ. 261· [[ἄγγελος]] ἀπὸ τηλαυγέος φαινόμενος σκ. Θέογν. 550· ἐπὶ τοῦ Κιθαιρῶνος, Σιμωνίδ. 130· ἐπὶ τοῦ Ἄθω, Σοφ. Ἀποσπ. 229· [[Ἰλιὰς]] σκ., ἐπὶ τῆς Τρωϊκῆς ἀκροπόλεως, Εὐρ. Ἑκ. 931, πρβλ. Φοιν. 233, Ἀριστοφ. Νεφ. 281, κτλ. καὶ ἴδε [[σκόπελος]]. 2) μεταφορ. τὸ [[ὕψος]] ἢ τὸ ὕψιστον [[σημεῖον]] παντὸς πράγματος, Πινδ. Ν. 9.112.<br />3) παρὰ πεζογράφοις [[ἁπλῶς]], [[πύργος]] ἐν ᾧ ἀγρυπνοῦσι φύλακες, Λατ. specula, Ἡρόδ. 2. 15· [[ὥσπερ]] ἀπὸ σκ. μοι φαίνεται Πλάτ. Πολ. 445C. ΙΙ. [[φυλακή]], [[προσοχή]], [[ἀγρυπνία]], σκοπιὴν ἔχειν, φυλάττειν, ἀγρυπνεῖν, Ὀδ. Θ. 302· οὔ κῃ … σκ. ἔχοντες τούτων Ἡρόδ. 5. 13· κρυπταὶ σκ. Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 10, πρβλ. Ἄρατ. 883. ΙΙΙ. σκοπιαί, αἱ, = Ὀρειάδες, Welcker παρ’ Ἰακωψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκ. σελ. 421. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἀκρώρειαι. ὑψηλοὶ τόποι».
}}
{{elnl
|elnltext=σκοπιά -ᾶς, ἡ ep. en Ion. σκοπιή [~ σκοπός] uitkijk, wacht:. σκοπιὴν ἔχειν de wacht houden Od. 8.302; σκοπιὴν ἔχοντες τούτων op de uitkijk staan daarvoor Hdt. 5.13.1. uitkijkpost: ἥμενος ἐν σκοπιῇ op een uitkijkpunt zittend Il. 5.771; Ἰλιὰς σκοπιά het uitkijkpunt van Troje (de burcht) Eur. Hec. 931 ( lyr. ); milit. uitkijktoren, wachttoren.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj