3,277,226
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>f.</i> στέψω, <i>ao.</i> ἔστεψα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> στεφθήσομαι, <i>ao.</i> ἐστέφθην, <i>pf.</i> ἔστεμμαι;<br /><b>1</b> répandre autour : [[ἀμφί]] τινι [[νέφος]] IL une nuée autour de qqn ; entourer, ceindre, couvrir : λοιβαῖσι νέκυν SOPH, τύμβον SOPH, τάφον EUR répandre des libations sur un mort, sur une tombe ; θεὸς μόρφην ἔπεσι στέφει OD <i>litt.</i> le dieu enveloppe sa forme de la parole, <i>càd</i> lui donne l'habileté <i>ou</i> la grâce de la parole (qui fait oublier ce que son extérieur a de disgracieux);<br /><b>2</b> couronner : τινά <i>ou</i> [[τί]] τινι qqn <i>ou</i> qch d'une couronne ; τινι couronner de qch.<br />'''Étymologie:''' R. Στεφ, entourer ; cf. <i>lat.</i> stips, stipo. | |btext=<i>f.</i> στέψω, <i>ao.</i> ἔστεψα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> στεφθήσομαι, <i>ao.</i> ἐστέφθην, <i>pf.</i> ἔστεμμαι;<br /><b>1</b> répandre autour : [[ἀμφί]] τινι [[νέφος]] IL une nuée autour de qqn ; entourer, ceindre, couvrir : λοιβαῖσι νέκυν SOPH, τύμβον SOPH, τάφον EUR répandre des libations sur un mort, sur une tombe ; θεὸς μόρφην ἔπεσι στέφει OD <i>litt.</i> le dieu enveloppe sa forme de la parole, <i>càd</i> lui donne l'habileté <i>ou</i> la grâce de la parole (qui fait oublier ce que son extérieur a de disgracieux);<br /><b>2</b> couronner : τινά <i>ou</i> [[τί]] τινι qqn <i>ou</i> qch d'une couronne ; τινι couronner de qch.<br />'''Étymologie:''' R. Στεφ, entourer ; cf. <i>lat.</i> stips, stipo. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=στέφω, ep. imperf. στέφον Hes. Op. 75; aor. ἔστεψα, pass. ἐστέφθην; perf. med.-pass. ἔστεμμαι, inf. ἐστέφθαι; fut. στέψω. leggen om, hangen om, met acc. en dat.:; ἀμφὶ … οἱ κεφαλῇ νέφος ἔστεφε (Athena) hing een wolk om zijn hoofd (omgaf zijn hoofd met een wolk) Il. 18.205; μνημεῖα πρὸς ἅρμ’ Ἀδράστου... ἔστεφον zij legden herinneringstekens tegen de wagen van Adrastus Aeschl. Sept. 50; overdr.. μορφὴν ἔπεσι στέφει (de godheid) legt elegantie om zijn woorden Od. 8.170. bekransen, omhangen, met acc.:; σου στέψω κάρα κισσῷ ik zal je hoofd bekransen met klimop Eur. Ba. 341; σ. τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου de achtersteven van het schip versieren met kransen Plat. Phaed. 58c; σε παγχρύσοις ἐγὼ στέψω λαφύροις ik zal u (Athena, d.w.z. haar tempel) omhangen met een geheel gouden wapenbuit Soph. Ai. 93; als eerbetoon aan een overledene; τὸν τάφον σ. het graf bekransen Eur. Or. 1322; van atleten, pass. met acc. v. h. inw. obj.:; ἔστεψαι τὰ Ὀλύμπια je draagt de Olympische krans (d.w.z. je hebt gewonnen bij de Olympische spelen) Luc. 36.13; med. zich bekransen met acc. resp..; στέφου κάρα bekrans je hoofd Eur. Ba. 313; met acc. v. h. inw. obj.. γαῖα... ἐστέψατο ποίην de aarde bekranste zich met gras AP 9.363.3. overdr. eren, m. n. van doden met offerandes of plengoffers:. ὅπως … αὐτὸν ἀφνεωτέραις χερσὶ στέφωμεν om ervoor te zorgen dat we hem met rijkere handen zullen eren Soph. El. 458. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στέφω:''' (fut. στέψω; pass.: aor. ἐστέφθην, pf. [[ἔστεμμαι]])<br /><b class="num">1)</b> [[окружать]], [[окутывать]], [[обвивать]] (вокруг чего-л.) ([[νέφος]] ἀμφὶ κεφαλῇ τινι Hom.): μορφὴν ἔπεσι σ. Hom. затмевать (невзрачную) наружность красноречием;<br /><b class="num">2)</b> [[украшать венками]], [[увенчивать]] (ἄνθεσιν εἰαρινοῖσι Hes.; τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου Plat.): κεκράτηκας καὶ ἔστεψαι τὰ [[Ὀλύμπια]] Luc. ты победил и увенчан олимпийским венком;<br /><b class="num">3)</b> [[обматывать]], [[обвивать]] (ἐρίῳ Plat.; λήνει ἐστεμμένος Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> [[окроплять]] (τύμβον λοιβαῖσι Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 34: | Line 37: | ||
|lsmtext='''στέφω:''' μέλ. <i>στέψω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔστεψα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐστέφθην</i>, παρακ. [[ἔστεμμαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[περιβάλλω]], [[περικλείω]], [[περιθέτω]], Λατ. circumdare, ἀμφὶ κεφαλῇ [[νέφος]] ἔστεφε δῖα θεάων, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει</i>, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., [[θέτω]] γύρω από το [[κεφάλι]] μου [[στεφάνι]], στεφανώνομαι, σε Ανθ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[περιβάλλω]], [[επιστέφω]], [[στεφανώνω]], <i>τινὰ ἄνθεσι</i>, σε Ησίοδ.· <i>μυρσίνης κλάδοις</i>, σε Ευρ. — Μέσ., στέφου [[κάρα]], φόρεσε [[στεφάνι]] στο [[κεφάλι]] [[σου]], σε Ευρ. — Παθ., στεφανώνομαι, επιστέφομαι, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[στεφανώνω]], δηλ. [[επιβραβεύω]], [[τιμώ]] με σπονδές, σε Σοφ. | |lsmtext='''στέφω:''' μέλ. <i>στέψω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔστεψα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐστέφθην</i>, παρακ. [[ἔστεμμαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[περιβάλλω]], [[περικλείω]], [[περιθέτω]], Λατ. circumdare, ἀμφὶ κεφαλῇ [[νέφος]] ἔστεφε δῖα θεάων, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει</i>, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., [[θέτω]] γύρω από το [[κεφάλι]] μου [[στεφάνι]], στεφανώνομαι, σε Ανθ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[περιβάλλω]], [[επιστέφω]], [[στεφανώνω]], <i>τινὰ ἄνθεσι</i>, σε Ησίοδ.· <i>μυρσίνης κλάδοις</i>, σε Ευρ. — Μέσ., στέφου [[κάρα]], φόρεσε [[στεφάνι]] στο [[κεφάλι]] [[σου]], σε Ευρ. — Παθ., στεφανώνομαι, επιστέφομαι, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[στεφανώνω]], δηλ. [[επιβραβεύω]], [[τιμώ]] με σπονδές, σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''στέφω''': Ὀδ. Θ. 170, Σοφ. Ἀντ. 431, Ὑπερείδ.· παρατ. ἕστεφον Ἰλ. Σ. 205, Αἰσχύλ. Θήβ. 50· μέλλ. στέψω Σοφ. Αἴ. 93, Εὐρ. Τρῳ. 576· - ἀόρ. ἔστεψα Ἀττ. - Μέσ., μέλλ. στέψομαι Ἀθήν. 676D· ἀόρ. ἐστεψάμην Ἀνθ. Π. 9. 363, 3, Διον. Ἁλ., κλπ., (ἐπ-) Ἰλ. Α. 470. -Παθ., μέλλ. στεφθήσομαι Γαλην.· ἀόρ. ἐστέφθην Εὐρ. Ἑλ. 1360· πρκμ. ἔστεμμαι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 344, Πλάτ., κλπ. - [[στεφανόω]] [[εἶναι]] συνηθέστερον, [[μάλιστα]] παρὰ πεζογράφοις. (Ἐκ τῆς √ΣΤΕΠ ἴδε κατωτ.) παράγονται καὶ τὰ στέφος, στεφ -άνη, στέφ -ανος· πρβλ. Σανσκρ. sthâp- ayimi (stare facio, colloco)· Λατ. stip-s, stip-o, stip-ulor, stip-es· Ἀρχ. Γερμ. stif-t. Παραβάλλοντες τὰς Λατ. λ΄ξεις πρὸς τὴν Ὁμηρικὴν χρῆσιν τοῦ ἐπεστέψαντο (ἴδε ἐν λέξ. [[ἐπιστέφω]]), καὶ πρὸς τὸ ἐπιστρφὴς παρ’ Ἀρχιλ. δυνάμεθα νὰ εἰκάσωμεν ὅτι ἡ πρώτη [[σημασία]] τῆς λέξ. ἦν τοῦ πληροῦν, γεμίζειν [[καλῶς]], «πατητά», τὸ στέφειν πλήρωσίν τινα σημαίνει Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 108· πρβλ. stipatores ἐκ τοῦ stipo). Ἐν τῇ χρήσει ἡ [[λέξις]] σημαίνει περιτίθιμι, Λατ. circumdar, [[ἀμφί]] δὲ οἱ κεφαλῇ [[νέφος]] ἔστεφε δῖα θεάων Ἰλ. Σ. 205· ἀλλὰ θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει Ὀδ. Θ. 171· μνημεῖα χερσίν ἔστεφον πρὸς ἅρμ’ Ἀδράστου, ἀνήρτων ὁλόγυρα περὶ αυτὸ, Αἰσχύλ. Θήβ. 50· [[λάφυρα]] δαΐων... ἀνγοῖς δόμοις στέψω πρὸ ναῶν [[αὐτόθι]] 278· - Μέσ., βάλλω περὶ τὴν κεφαλὴν μου, ποίην, ῥόδα Ἀνθ. Π. 9. 363, Ἀθήν. 676D, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 323· στ. ἰούλους Mehlh, εἰς Ἀνακρ. 32. 10· - πρβλ. ἀμφιπεριστέφω. II. [[περιβάλλω]], περικυκλῶ, [[περιστέφω]], τινὰ ἄνθεσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 75· παγχρύσος λαφύροις Σοφ. Αἴ. 93· μυρσίνης κλάδοις Εὐρ. Ἄλκ. 759· ἐρίῳ Πλάτ. Πολ. 398Α· [[κάρα]] κισσῷ Εὐρ. Βάκχ. 341· στ. τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου Πλάτ. Φαίδων 58C· νεκρὸν Λυκόφρ. 799· στήλην Καλλ. Ἐπιγράμμ. 7, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 657. - Μέσ., στέφου [[κάρα]], στέψον τὴν κεφαλήν σου, Εὐρ. Βάκχ. 313· στέψασθαι φύλλοις, στεφανώνω ἐμαυτὸν μὲ ..., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1124· κεφαλάς τινι Νικ. Ἀποσπ. 38. - Παθ., στεφανώνομαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 344· τινι, μέ τι [[πρᾶγμα]], ὁ αὐτ. Εὐμ. 44· τινος Νόνν. Δ. 5. 282· μετ’ αἰτιατ. τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀγῶνος καθ’ ὃν τὸ [[βραβεῖον]] ἐλήφθη, στεφθεὶς [[παγκράτιον]] Συλλ. Ἐπιγρ. 4380. 10· ἔστεψαι τὰ [[Ὀλύμπια]] Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 13· ἐστέφθη δρόμον [ὁ [[ἵππος]]] Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 625· στεφθεὶς [[στάδιον]] [[αὐτόθι]] 947. 3· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, στέψασθαι [[Ἴσθμια]], καὶ Νεμέοις ... πίτυσιν Ὀρφ. Ἀποσπ. 15· στεψάμενοι σταδίοις Ἀνθ. Πλαν. 371. 2) στεφανώνω [[ποτήριον]] ἢ φιάλην μὲ φύλλα, Ἄλεξ. ἐν «Κύκν.» 1. 6, πρβλ. Ἀριστοφ. παρ’ Ἀθην. 479C, καὶ ἴδε [[ἐπιστέφω]] Ι. 3) στεφανώνω, δηλ. τιμῶ διὰ σπονδῶν, λοιβαῖσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στ. Σοφ. Ἀντ. 431· τύμβον λοιβαῖσι ... στέψαντες ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 53· [[ὅπως]] ... αὐτὸν ἀφνεωτέραις χερσὶν στέφωμεν [[αὐτόθι]] 458· πρβλ. [[στεφανόω]] ΙΙ. 5, [[στέφος]] 2, Εὐρ. Ὀρ. 1322. ΙΙΙ. Παθητ., [[στέφανος]] ἐκ βύβλου στεφόμενος, συνεστραμμένος ἐκ βύβλου, Ἀθήν. 676D, πρβλ. Πλίν. 34. 19. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |