Anonymous

στολμός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de s'équiper ; équipement, habillement, tissu.<br />'''Étymologie:''' [[στέλλω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de s'équiper ; équipement, habillement, tissu.<br />'''Étymologie:''' [[στέλλω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στολμός''': , = [[στολή]], [[ἔνδυμα]], ἐνδυμασία, «στολισμὸς» Ἡσύχ., Εὐρ. Ἱκέτ. 1055· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ προσδιορισμοῦ, πρόστερνοι στ. πέπλων Αἰσχύλ. Χο. 29· μέλανα στ. πέπλων Εὐρ. Ἄλκ. 215, πρβλ. 819, 923·
|elnltext=στολμός -οῦ, ὁ [στέλλω] uitrusting, kleding:. μέλανα στολμὸν πέπλων zwarte kleding bestaande uit peploi (d.w.z. zwarte peploi) Eur. Alc. 216.
}}
{{elru
|elrutext='''στολμός:''' ὁ [[στέλλω]]<br /><b class="num">1)</b> [[одеяние]], [[облачение]], [[наряд]]: πέπλων μέλανες στολμοί Eur. черные одежды;<br /><b class="num">2)</b> [[убор]]: τέκνα στολμοῖσι νεκρῶν κρᾶτας ἑξεστεμμένα Eur. дети с траурным убором на голове; στεφέων στολμοί Eur. убор из гирлянд; στολμοὶ λαίφους Aesch. паруса.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''στολμός:''' ὁ, = [[στολή]] II, σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''στολμός:''' ὁ, = [[στολή]] II, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στολμός:''' ὁ [[στέλλω]]<br /><b class="num">1)</b> [[одеяние]], [[облачение]], [[наряд]]: πέπλων μέλανες στολμοί Eur. черные одежды;<br /><b class="num">2)</b> [[убор]]: τέκνα στολμοῖσι νεκρῶν κρᾶτας ἑξεστεμμένα Eur. дети с траурным убором на голове; στεφέων στολμοί Eur. убор из гирлянд; στολμοὶ λαίφους Aesch. паруса.
|lstext='''στολμός''': , = [[στολή]], [[ἔνδυμα]], ἐνδυμασία, «στολισμὸς» Ἡσύχ., Εὐρ. Ἱκέτ. 1055· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ προσδιορισμοῦ, πρόστερνοι στ. πέπλων Αἰσχύλ. Χο. 29· μέλανα στ. πέπλων Εὐρ. Ἄλκ. 215, πρβλ. 819, 923·
}}
{{elnl
|elnltext=στολμός -οῦ, ὁ [στέλλω] uitrusting, kleding:. μέλανα στολμὸν πέπλων zwarte kleding bestaande uit peploi (d.w.z. zwarte peploi) Eur. Alc. 216.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj