Anonymous

σκευασία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br />préparation, apprêt.<br />'''Étymologie:''' [[σκευάζω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />préparation, apprêt.<br />'''Étymologie:''' [[σκευάζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκευᾰσία''': , ([[σκευάζω]]) τὸ παρασκευάζειν, [[ἑτοιμασία]], [[μάλιστα]] φαγητοῦ, ὄψου Πλάτ. Λῦσ. 209Ε, Ἀλκ. 1. 117C, Μίν. 316Ε· καὶ ἀπολ., ἐὰν ἡ σκ. [[καθάριος]] ᾖ Μένανδρ. ἐν «Φάσματι» 1· σκ. φαρμάκων Διόδ. 5. 74· ἐν τῷ πληθ., [[τρόπος]] παρασκευῆς φαγητῶν, συνταγαί, Ἄλεξ. ἐν «Κρατείᾳ» 1. 24· μεταφορ., σκ. τῆς μουσικῆς Ἀστυδάμ. παρ’ Ἀθην. 411Α. ΙΙ. [[ἔπιπλα]], ὄνων Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200Ε.
|elnltext=σκευᾰσία -ας, ἡ [σκευάζω] toebereiding (van voedsel).
}}
{{elru
|elrutext='''σκευᾰσία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[приготовление]] (ὄψου Plat.; φαρμάκων Diod.);<br /><b class="num">2)</b> грам. [[сопоставление]] (τῶν ὑποκειμένων Sext.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σκευᾰσία:''' ἡ ([[σκευάζω]]), [[ετοιμασία]], [[παρασκευή]], [[μαγείρεμα]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''σκευᾰσία:''' ἡ ([[σκευάζω]]), [[ετοιμασία]], [[παρασκευή]], [[μαγείρεμα]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκευᾰσία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[приготовление]] (ὄψου Plat.; φαρμάκων Diod.);<br /><b class="num">2)</b> грам. [[сопоставление]] (τῶν ὑποκειμένων Sext.).
|lstext='''σκευᾰσία''': , ([[σκευάζω]]) τὸ παρασκευάζειν, [[ἑτοιμασία]], [[μάλιστα]] φαγητοῦ, ὄψου Πλάτ. Λῦσ. 209Ε, Ἀλκ. 1. 117C, Μίν. 316Ε· καὶ ἀπολ., ἐὰν ἡ σκ. [[καθάριος]] ᾖ Μένανδρ. ἐν «Φάσματι» 1· σκ. φαρμάκων Διόδ. 5. 74· ἐν τῷ πληθ., [[τρόπος]] παρασκευῆς φαγητῶν, συνταγαί, Ἄλεξ. ἐν «Κρατείᾳ» 1. 24· μεταφορ., σκ. τῆς μουσικῆς Ἀστυδάμ. παρ’ Ἀθην. 411Α. ΙΙ. [[ἔπιπλα]], ὄνων Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200Ε.
}}
{{elnl
|elnltext=σκευᾰσία -ας, [σκευάζω] toebereiding (van voedsel).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκευᾰσία, ἡ, [[σκευάζω]]<br />a preparing, [[dressing]], Plat.
|mdlsjtxt=σκευᾰσία, ἡ, [[σκευάζω]]<br />a preparing, [[dressing]], Plat.
}}
}}