Anonymous

στρωματόδεσμον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br /><i>c.</i> [[στρωματόδεσμος]].
|btext=ου (τό) :<br /><i>c.</i> [[στρωματόδεσμος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στρωμᾰτόδεσμον''': τό, [[δερμάτινος]] ἢ [[λινοῦς]] [[σάκκος]] ἐν ᾧ οἱ δοῦλοι ἐτύλισσον καὶ ἔδενον τὰ στρώματα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 249, Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 9, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 4, 13, Αἰσχίν. 41. 10· στρ. συσκευάζεσθαι Πλάτ. Θεαίτ. 1 75Ε· δῆσαι Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 8· ἱμάντι συνδῆσαι Πλουτ. Καῖσ. 49. - Ἐν τῷ τελευταίῳ χωρίῳ [[εἶναι]] ἀρσ., πρβλ. Α. Β. 113, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 401.
|elnltext=στρωματόδεσμον -ου, τό [στρῶμα, δέω] beddenzak (om het beddengoed in te doen).
}}
{{elru
|elrutext='''στρωμᾰτόδεσμον:''' τό [[мешок для постельных принадлежностей]] Arph., Xen., Plat., Aeschin.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''στρωμᾰτόδεσμον:''' τό, [[δερμάτινος]] ή [[λινός]] [[σάκκος]], μέσα στον οποίο οι δούλοι έπρεπε να τυλίξουν τα κλινοσκεπάσματα (<i>στρώματα</i>), σε Ξεν., Αισχίν.
|lsmtext='''στρωμᾰτόδεσμον:''' τό, [[δερμάτινος]] ή [[λινός]] [[σάκκος]], μέσα στον οποίο οι δούλοι έπρεπε να τυλίξουν τα κλινοσκεπάσματα (<i>στρώματα</i>), σε Ξεν., Αισχίν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στρωμᾰτόδεσμον:''' τό [[мешок для постельных принадлежностей]] Arph., Xen., Plat., Aeschin.
|lstext='''στρωμᾰτόδεσμον''': τό, [[δερμάτινος]] ἢ [[λινοῦς]] [[σάκκος]] ἐν ᾧ οἱ δοῦλοι ἐτύλισσον καὶ ἔδενον τὰ στρώματα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 249, Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 9, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 4, 13, Αἰσχίν. 41. 10· στρ. συσκευάζεσθαι Πλάτ. Θεαίτ. 1 75Ε· δῆσαι Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 8· ἱμάντι συνδῆσαι Πλουτ. Καῖσ. 49. - Ἐν τῷ τελευταίῳ χωρίῳ [[εἶναι]] ἀρσ., πρβλ. Α. Β. 113, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 401.
}}
{{elnl
|elnltext=στρωματόδεσμον -ου, τό [στρῶμα, δέω] beddenzak (om het beddengoed in te doen).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στρωμᾰτό-δεσμον, ου, τό,<br />a [[leather]] or [[linen]] [[sack]] in [[which]] slaves had to tie up the bedclothes (στρώματἀ, Xen., Aeschin.
|mdlsjtxt=στρωμᾰτό-δεσμον, ου, τό,<br />a [[leather]] or [[linen]] [[sack]] in [[which]] slaves had to tie up the bedclothes (στρώματἀ, Xen., Aeschin.
}}
}}