Anonymous

σκηνόω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> σκηνώσω, <i>ao.</i> ἐσκήνωσα, <i>pf. Pass.</i> ἐσκήνωμαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> dresser une tente ; <i>fig.</i> ἐρείπια PLUT s'établir dans des ruines;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> :<br /><b>1</b> planter des tentes, camper;<br /><b>2</b> vivre sous une tente;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> prendre ses quartiers : κατὰ κώμας XÉN dans des villages ; [[ἐν]] οἰκίαις XÉN dans des habitations;<br /><b>4</b> <i>p. ext.</i> habiter, résider, ἔν τινι.<br />'''Étymologie:''' σκήνος.
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> σκηνώσω, <i>ao.</i> ἐσκήνωσα, <i>pf. Pass.</i> ἐσκήνωμαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> dresser une tente ; <i>fig.</i> ἐρείπια PLUT s'établir dans des ruines;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> :<br /><b>1</b> planter des tentes, camper;<br /><b>2</b> vivre sous une tente;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> prendre ses quartiers : κατὰ κώμας XÉN dans des villages ; [[ἐν]] οἰκίαις XÉN dans des habitations;<br /><b>4</b> <i>p. ext.</i> habiter, résider, ἔν τινι.<br />'''Étymologie:''' σκήνος.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκηνόω''': στήνω σκηνάς, στρατοπεδεύομαι, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 14., 7. 4, 11. 2) = [[σκηνέω]] (ὃ ἴδε ἐν τέλ.), ζῶ, κατοικῶ ἐν σκηνῇ, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 1, 25· [[καθόλου]], κατοικίζομαι, [[καταλύω]], κατὰ τὰς κώμας ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 5, 23· ταῖς οἰκίαις [[αὐτόθι]] 5. 5, 11· ἐν τῇ ἀκροπόλει ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4, 56· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., ζῶ, εἶμαι, [[ὑπάρχω]], [[πόρρω]] ἐσκήνωται (διάφορ. γραφ. ἐσκήνηται) τοῦ [[θανάσιμος]] [[εἶναι]] Πλάτ. Πολ. 610Ε. ΙΙ. στήνω σκηνήν, Πολύαιν, 7. 21, 6. 2) κατοικῶ μετὰ σκηνῶν, ἐρείπια Πλουτ. Κάμιλλ. 31.
|elnltext=σκηνόω [σκηνή] ook med. zijn tent opslaan, zich legeren:. σ. ἐν ταῖς οἰκίαις zijn intrek nemen in de huizen Xen. An. 5.5.11.
}}
{{elru
|elrutext='''σκηνόω:''' тж. med. Xen., Plat., Plut., NT = [[σκηνάω]] и [[σκηνέω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''σκηνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[σκηνή]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στήνω]] σκηνές, [[κατασκηνώνω]], [[σταθμεύω]], [[στρατοπεδεύω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[σκηνέω]], [[διαμένω]] σε [[σκηνή]], στον ίδ.· γενικά, εγκαθίσταμαι, [[καταλύω]], στον ίδ.· σε Παθ. παρακ., ζω ή είμαι, [[υπάρχω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[καταγίνομαι]] επαγγελματικά με την [[κατασκευή]] σκηνών ή [[στήνω]] [[σκηνή]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''σκηνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[σκηνή]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στήνω]] σκηνές, [[κατασκηνώνω]], [[σταθμεύω]], [[στρατοπεδεύω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[σκηνέω]], [[διαμένω]] σε [[σκηνή]], στον ίδ.· γενικά, εγκαθίσταμαι, [[καταλύω]], στον ίδ.· σε Παθ. παρακ., ζω ή είμαι, [[υπάρχω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[καταγίνομαι]] επαγγελματικά με την [[κατασκευή]] σκηνών ή [[στήνω]] [[σκηνή]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκηνόω:''' тж. med. Xen., Plat., Plut., NT = [[σκηνάω]] и [[σκηνέω]].
|lstext='''σκηνόω''': στήνω σκηνάς, στρατοπεδεύομαι, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 14., 7. 4, 11. 2) = [[σκηνέω]] (ὃ ἴδε ἐν τέλ.), ζῶ, κατοικῶ ἐν σκηνῇ, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 1, 25· [[καθόλου]], κατοικίζομαι, [[καταλύω]], κατὰ τὰς κώμας ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 5, 23· ταῖς οἰκίαις [[αὐτόθι]] 5. 5, 11· ἐν τῇ ἀκροπόλει ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4, 56· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., ζῶ, εἶμαι, [[ὑπάρχω]], [[πόρρω]] ἐσκήνωται (διάφορ. γραφ. ἐσκήνηται) τοῦ [[θανάσιμος]] [[εἶναι]] Πλάτ. Πολ. 610Ε. ΙΙ. στήνω σκηνήν, Πολύαιν, 7. 21, 6. 2) κατοικῶ μετὰ σκηνῶν, ἐρείπια Πλουτ. Κάμιλλ. 31.
}}
{{elnl
|elnltext=σκηνόω [σκηνή] ook med. zijn tent opslaan, zich legeren:. σ. ἐν ταῖς οἰκίαις zijn intrek nemen in de huizen Xen. An. 5.5.11.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj