Anonymous

στρόφιγξ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ιγγος (ὁ) :<br />pivot ; gond d'une porte.<br />'''Étymologie:''' [[στρέφω]].
|btext=ιγγος (ὁ) :<br />pivot ; gond d'une porte.<br />'''Étymologie:''' [[στρέφω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στρόφιγξ''': -ιγγος, ὁ, καὶ παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 446. 31, κτλ., ἡ· ([[στρέφω]])· - ὡς τὸ [[στροφεύς]], ὁ [[ἄξων]] ἢ τὸ [[σημεῖον]] ἐφ’ οὗ τι περιστρέφεται, «[[στροφεύς]]» Ἡσύχ., Εὐρ. Φοίν. 1126. 2) στρόφιγγες ἐκαλοῦντο μοχλίσκοι στρεφόμενοι ἐντὸς θηκῶν ἀκινήτων, Λατ. Scapi cardinales, κατὰ τὸ ἄνω καὶ [[κάτω]] [[μέρος]] τῆς θύρας, ἐφ’ ὧν αὕτη ἐστρέφετο· ἦσαν δὲ πεποιημένοι ἐκ λωτοῦ, πύξου ἢ πρίνου, ὁ δὲ στροφεὺς κατασκευαζόμενος ἐκ πτελέας, ἦτο ἡ [[θήκη]] ἐν ᾗ ὁ [[στρόφιγξ]] ἐστρέφετο, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 5, 4 κἑξ., πρβλ. Βιτρούβ. 4. 6, Πλουτ. Ρωμ. 23· - [[ἐντεῦθεν]] ἡ [[λέξις]] λαμβάνεται ἐπὶ τῶν σπονδύλων θεωρουμένων ὡς στροφίγγων, ἐφ’ ὧν τὸ [[σῶμα]] στηριζόμενον κινεῖται, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 71b, Πλάτ. Τίμ. 74Α, Β. 3) τὸ [[πῶμα]] σωλῆνος ὕδατος, [[ἐπιστόμιον]], «κάνουλα», κτλ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 450. 4) μεταφορ., στρ. γλώττης, ἐπὶ γλώσσης εὐχερῶς κινουμένης, Ἀριστοφ. Βάτρ. 892.
|elnltext=στρόφιγξ -ιγγος, ὁ [στρέφω] spil, pin (waaromheen iets draait); overdr.: γλώττης σ. spil van de tong (die ervoor zorgt dat iemand snel kan praten) Aristoph. Ran. 892. wervel (van de wervelkolom).
}}
{{elru
|elrutext='''στρόφιγξ:''' ιγγος <br /><b class="num">1)</b> [[стержень вращения]] (στρόφιγγι κυκλούμενος Eur.): γλώττης σ. Arph. бойкость языка;<br /><b class="num">2)</b> [[поворотный крюк]], [[шарнир]] (οἱ τῶν πυλῶν στρόφιγγες Plut.): σφόνδυλοι [[οἷον]] στρόφιγγες Plat. позвонки, (представляющие собой) как бы шарниры.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στρόφιγξ:''' -ιγγος, ὁ ([[στρέφω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[άξονας]] περιστροφής, αξόνιο, [[σφήνα]], [[πίρος]], γύρω από τα οποία περιστρέφεται ένα [[σώμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> οι <i>στρόφιγγες</i> ήταν μικροί μοχλοί που στρέφονταν μέσα σε ακίνητες υποδοχές, θήκες, στο πάνω και στο [[κάτω]] [[άκρο]] της πόρτας, χρησιμεύοντας αντί κεντρικών αξόνων, σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[στρόφιγξ]] γλώττης, [[γλώσσα]] που κινείται με [[ευχέρεια]], δηλ. [[χάρισμα]] της ευγλωττίας, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''στρόφιγξ:''' -ιγγος, ὁ ([[στρέφω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[άξονας]] περιστροφής, αξόνιο, [[σφήνα]], [[πίρος]], γύρω από τα οποία περιστρέφεται ένα [[σώμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> οι <i>στρόφιγγες</i> ήταν μικροί μοχλοί που στρέφονταν μέσα σε ακίνητες υποδοχές, θήκες, στο πάνω και στο [[κάτω]] [[άκρο]] της πόρτας, χρησιμεύοντας αντί κεντρικών αξόνων, σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[στρόφιγξ]] γλώττης, [[γλώσσα]] που κινείται με [[ευχέρεια]], δηλ. [[χάρισμα]] της ευγλωττίας, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στρόφιγξ:''' ιγγος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[стержень вращения]] (στρόφιγγι κυκλούμενος Eur.): γλώττης σ. Arph. бойкость языка;<br /><b class="num">2)</b> [[поворотный крюк]], [[шарнир]] (οἱ τῶν πυλῶν στρόφιγγες Plut.): σφόνδυλοι [[οἷον]] στρόφιγγες Plat. позвонки, (представляющие собой) как бы шарниры.
|lstext='''στρόφιγξ''': -ιγγος, , καὶ παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 446. 31, κτλ., ἡ· ([[στρέφω]])· - ὡς τὸ [[στροφεύς]], ὁ [[ἄξων]] ἢ τὸ [[σημεῖον]] ἐφ’ οὗ τι περιστρέφεται, «[[στροφεύς]]» Ἡσύχ., Εὐρ. Φοίν. 1126. 2) στρόφιγγες ἐκαλοῦντο μοχλίσκοι στρεφόμενοι ἐντὸς θηκῶν ἀκινήτων, Λατ. Scapi cardinales, κατὰ τὸ ἄνω καὶ [[κάτω]] [[μέρος]] τῆς θύρας, ἐφ’ ὧν αὕτη ἐστρέφετο· ἦσαν δὲ πεποιημένοι ἐκ λωτοῦ, πύξου ἢ πρίνου, ὁ δὲ στροφεὺς κατασκευαζόμενος ἐκ πτελέας, ἦτο ἡ [[θήκη]] ἐν ᾗ ὁ [[στρόφιγξ]] ἐστρέφετο, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 5, 4 κἑξ., πρβλ. Βιτρούβ. 4. 6, Πλουτ. Ρωμ. 23· - [[ἐντεῦθεν]] ἡ [[λέξις]] λαμβάνεται ἐπὶ τῶν σπονδύλων θεωρουμένων ὡς στροφίγγων, ἐφ’ ὧν τὸ [[σῶμα]] στηριζόμενον κινεῖται, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 71b, Πλάτ. Τίμ. 74Α, Β. 3) τὸ [[πῶμα]] σωλῆνος ὕδατος, [[ἐπιστόμιον]], «κάνουλα», κτλ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 450. 4) μεταφορ., στρ. γλώττης, ἐπὶ γλώσσης εὐχερῶς κινουμένης, Ἀριστοφ. Βάτρ. 892.
}}
{{elnl
|elnltext=στρόφιγξ -ιγγος, [στρέφω] spil, pin (waaromheen iets draait); overdr.: γλώττης σ. spil van de tong (die ervoor zorgt dat iemand snel kan praten) Aristoph. Ran. 892. wervel (van de wervelkolom).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στρόφιγξ]], ιγγος, ὁ, [[στρέφω]]<br /><b class="num">1.</b> the [[pivot]], [[axle]] or pin on [[which]] a [[body]] turns, Eur.<br /><b class="num">2.</b> στρόφιγγες were pivots [[working]] in sockets, at top and [[bottom]] of a [[door]], [[which]] served [[instead]] of hinges, Plut.<br /><b class="num">3.</b> metaph., στρ. γλώττης, of a well-hung [[tongue]], Ar.
|mdlsjtxt=[[στρόφιγξ]], ιγγος, ὁ, [[στρέφω]]<br /><b class="num">1.</b> the [[pivot]], [[axle]] or pin on [[which]] a [[body]] turns, Eur.<br /><b class="num">2.</b> στρόφιγγες were pivots [[working]] in sockets, at top and [[bottom]] of a [[door]], [[which]] served [[instead]] of hinges, Plut.<br /><b class="num">3.</b> metaph., στρ. γλώττης, of a well-hung [[tongue]], Ar.
}}
}}