Anonymous

σπαίρω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>seul. prés.</i><br />palpiter, s'agiter convulsivement.<br />'''Étymologie:''' R. Σπαρ, agiter ; cf. [[σπείρω]].
|btext=<i>seul. prés.</i><br />palpiter, s'agiter convulsivement.<br />'''Étymologie:''' R. Σπαρ, agiter ; cf. [[σπείρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σπαίρω''': σπασμωδικῶς κινοῦμαι, «σπαρταρῶ», [[σφαδάζω]], ἀγρυπνῶ, [[τρέμω]], τινάσσομαι, ἐπὶ θνήσκοντος ἰχθύος, Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 3, 2, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 874, Ἀνθ. Π. 6. 30, κτλ.· συχνότερον μετὰ προθετικοῦ α, [[ἀσπαίρω]], ὃ ἴδε. (Ἐκ τῆς √ΣΠΑΡ προκύπτει καὶ τὸ [[σπαράσσω]]· πρβλ. Σανσκρ. sphar, sphur-âmi (mico, tremo)· Ζενδ. spar (gradior)· - ὁ Κούρτ. δοξάζει ὅτι τὸ [[σπείρω]] ἀνήκει εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν· πρβλ. καὶ τὸ [[πάλλω]]. -Καθ’Ἡσύχ.: «σπαίρει· ἅλλεται, σκιρτᾶ, πηδᾶ. σκορπίζει», καὶ «σπαιρόντων· τὴν ψυχὴν ἐκπνεόντων».
|elnltext=σπαίρω [~ ἀσπαίρω] spartelen, stuiptrekken.
}}
{{elru
|elrutext='''σπαίρω:''' [[метаться]], [[дергаться]], [[трепетать]] Arst., Polyb., Plut., Anth.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σπαίρω:''' [[σπαρταρώ]], τινάζομαι, λέγεται για ψάρι που ξεψυχάει, σε Ανθ.· πρβλ. [[ἀσπαίρω]].
|lsmtext='''σπαίρω:''' [[σπαρταρώ]], τινάζομαι, λέγεται για ψάρι που ξεψυχάει, σε Ανθ.· πρβλ. [[ἀσπαίρω]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σπαίρω:''' [[метаться]], [[дергаться]], [[трепетать]] Arst., Polyb., Plut., Anth.
|lstext='''σπαίρω''': σπασμωδικῶς κινοῦμαι, «σπαρταρῶ», [[σφαδάζω]], ἀγρυπνῶ, [[τρέμω]], τινάσσομαι, ἐπὶ θνήσκοντος ἰχθύος, Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 3, 2, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 874, Ἀνθ. Π. 6. 30, κτλ.· συχνότερον μετὰ προθετικοῦ α, [[ἀσπαίρω]], ὃ ἴδε. (Ἐκ τῆς √ΣΠΑΡ προκύπτει καὶ τὸ [[σπαράσσω]]· πρβλ. Σανσκρ. sphar, sphur-âmi (mico, tremo)· Ζενδ. spar (gradior)· - ὁ Κούρτ. δοξάζει ὅτι τὸ [[σπείρω]] ἀνήκει εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν· πρβλ. καὶ τὸ [[πάλλω]]. -Καθ’Ἡσύχ.: «σπαίρει· ἅλλεται, σκιρτᾶ, πηδᾶ. σκορπίζει», καὶ «σπαιρόντων· τὴν ψυχὴν ἐκπνεόντων».
}}
{{elnl
|elnltext=σπαίρω [~ ἀσπαίρω] spartelen, stuiptrekken.
}}
}}
{{etym
{{etym