Anonymous

στημορραγέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=-ῶ :<br />se rompre, éclater <i>en parl. de la trame d'une étoffe</i>.<br />'''Étymologie:''' [[στήμων]], [[ῥήγνυμι]].
|btext=-ῶ :<br />se rompre, éclater <i>en parl. de la trame d'une étoffe</i>.<br />'''Étymologie:''' [[στήμων]], [[ῥήγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στημορρᾰγέω''': (√ΡΑΓ, [[ῥήγνυμι]]) ἀμεταβ., σχίζομαι εἰς τεμάχια, εἰς ῥάκη, στ. λακίδες ἐσθημάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 836.
|elnltext=στημορραγέω [στήμων, ῥήγνυμι] uiteengerafeld zijn.
}}
{{elru
|elrutext='''στημορρᾰγέω:''' разрываться по основе, т. е. по ниточкам: λακίδες στημορραγοῦσι ἐσθημάτων Aesch. лохмотья одежд рвутся по ниткам.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στημορρᾰγέω:''' αμτβ., σχίζομαι σε κομμάτια, σε ράκη, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''στημορρᾰγέω:''' αμτβ., σχίζομαι σε κομμάτια, σε ράκη, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στημορρᾰγέω:''' разрываться по основе, т. е. по ниточкам: λακίδες στημορραγοῦσι ἐσθημάτων Aesch. лохмотья одежд рвутся по ниткам.
|lstext='''στημορρᾰγέω''': (√ΡΑΓ, [[ῥήγνυμι]]) ἀμεταβ., σχίζομαι εἰς τεμάχια, εἰς ῥάκη, στ. λακίδες ἐσθημάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 836.
}}
{{elnl
|elnltext=στημορραγέω [στήμων, ῥήγνυμι] uiteengerafeld zijn.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στημορ-ρᾰγέω,<br />intr. to be [[torn]] to shreds, Aesch.
|mdlsjtxt=στημορ-ρᾰγέω,<br />intr. to be [[torn]] to shreds, Aesch.
}}
}}