3,277,820
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=condamner en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], καταψηφίζομαι. | |btext=condamner en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], καταψηφίζομαι. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συγκαταψηφίζομαι mede stemmen tegen, mede veroordelen. verkiezen (tot lid van een groep): pass.. συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων hij werd met instemming van allen aan de elf apostelen toegevoegd NT Act. Ap. 1.26. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκαταψηφίζομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> med. [[подавать]] (и) свой голос против, участвовать в осуждении: συγκαταψηφισαμένου τοῦ Θεμιστοκλέους Plut. причем за осуждение высказался и Фемистокл;<br /><b class="num">2)</b> pass. [[быть]] (дополнительно) избираемым по жребию (συγκαταψηφισθῆναι μετὰ τῶν [[ἕνδεκα]] ἀποστόλων NT). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''συγκαταψηφίζομαι:''' Αττ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> αποθ., [[καταδικάζω]], [[καταψηφίζω]] από κοινού ή [[εξίσου]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., συγκαταλέγομαι, [[συναπαριθμούμαι]] μαζί με άλλους, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''συγκαταψηφίζομαι:''' Αττ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> αποθ., [[καταδικάζω]], [[καταψηφίζω]] από κοινού ή [[εξίσου]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., συγκαταλέγομαι, [[συναπαριθμούμαι]] μαζί με άλλους, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συγκαταψηφίζομαι''': ἀποθετ., καταψηφίζω [[ὁμοῦ]], [[συγκαταδικάζω]], Πλουτ. Θεμιστ. 21. ΙΙ. Παθ., συγκαταλέγομαι, συγκαταριθμοῦμαι, συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν [[ἕνδεκα]] ἀποστόλων Πράξ. Ἀποστ. α΄, 26. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |