Anonymous

συγχύνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>c.</i> [[συγχέω]].
|btext=<i>c.</i> [[συγχέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συγχύνω''': [[ἐμβάλλω]] εἰς σύγχυσιν, εἰς ἀπορίαν διὰ λογικῆς συζητήσεως, Σαῦλος δὲ [[μᾶλλον]] ἐνεδυναμοῦτο καὶ συνέχυνε τοὺς Ἰουδαίους Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 22.
|elnltext=συγχύνω [~ συγχέω] in verwarring brengen.
}}
{{elru
|elrutext='''συγχύνω:''' NT = [[συγχέω]] 8.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συγχύνω:''' μόνο σε ενεστ., = [[συγχέω]], [[αναμειγνύω]], [[ανακατεύω]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''συγχύνω:''' μόνο σε ενεστ., = [[συγχέω]], [[αναμειγνύω]], [[ανακατεύω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγχύνω:''' NT = [[συγχέω]] 8.
|lstext='''συγχύνω''': [[ἐμβάλλω]] εἰς σύγχυσιν, εἰς ἀπορίαν διὰ λογικῆς συζητήσεως, Σαῦλος δὲ [[μᾶλλον]] ἐνεδυναμοῦτο καὶ συνέχυνε τοὺς Ἰουδαίους Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 22.
}}
{{elnl
|elnltext=συγχύνω [~ συγχέω] in verwarring brengen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj