Anonymous

στόμα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br /><b>A.</b> bouche :<br /><b>I.</b> la bouche, <i>chez l'homme et chez les animaux ; p. ext.</i> face, visage : ἐξεκυλίσθη ἐπὶ [[στόμα]] IL il roula tombant sur la face ; ἐπὶ [[στόμα]] ὠθεῖν IL faire tomber qqn sur la face ; κατὰ [[στόμα]] ESCHL en face ; <i>p. anal.</i> :<br /><b>1</b> face, front d'une armée : κατὰ [[στόμα]] en face, de front;<br /><b>2</b> <i>en parl. d'une arme</i> pointe;<br /><b>II.</b> la bouche comme organe de l'alimentation : [[τι]] [[ἐς]] τὸ [[στόμα]] λαμβάνειν XÉN porter qch (des aliments) à sa bouche ; κορέσαι [[στόμα]] SOPH <i>litt.</i> rassasier sa bouche ; <i>fig.</i> ce qui sert à engloutir, à dévorer, gouffre ; πολέμοιο IL, ὑσμίνης IL gouffre de la guerre, du combat (<i>càd l'endroit où la guerre, où le combat dévorent le plus de victimes</i>);<br /><b>III.</b> la bouche comme organe de la parole : [[στόμα]] οἴγειν ESCHL ouvrir la bouche ; λύειν EUR délier la bouche ; κινεῖν SOPH mettre la bouche en mouvement ; κοιμᾶν ESCHL laisser reposer sa bouche ; [[σῖγα]] ἔχειν EUR tenir sa bouche silencieuse ; ἀπὸ στόματος [[εἰπεῖν]] XÉN parler de bouche, de mémoire ; διὰ στόματος ἔχειν XÉN <i>ou</i> διὰ [[στόμα]] ἄγεσθαι IL <i>ou</i> [[ἐν]] στόματι ἔχειν IL avoir sans cesse à la bouche ; διὰ στόματος [[εἶναι]] <i>ou</i> γίγνεσθαι THCR venir sans cesse sur les lèvres <i>en parl. d'une parole, d'un propos, etc.</i> ; [[ἐξ]] ἑνὸς στόματος AR d'une seule voix ; parole, langage : [[στόμα]] ἀνόσιον SOPH langage impie ; [[στόμα]] [[θεῖον]] SOPH bouche <i>ou</i> voix des dieux, oracle;<br /><b>B.</b> <i>p. anal.</i> embouchure d'un fleuve, de la mer ; orifice, ouverture, entrée (d'un port, d'un golfe, d'une ville, d'une rue, d'une maison) ; <i>fig.</i> [[στόμα]] [[τοῦ]] βίου terme de la vie.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>avest.</i> staman « gueule de chien ».
|btext=ατος (τό) :<br /><b>A.</b> bouche :<br /><b>I.</b> la bouche, <i>chez l'homme et chez les animaux ; p. ext.</i> face, visage : ἐξεκυλίσθη ἐπὶ [[στόμα]] IL il roula tombant sur la face ; ἐπὶ [[στόμα]] ὠθεῖν IL faire tomber qqn sur la face ; κατὰ [[στόμα]] ESCHL en face ; <i>p. anal.</i> :<br /><b>1</b> face, front d'une armée : κατὰ [[στόμα]] en face, de front;<br /><b>2</b> <i>en parl. d'une arme</i> pointe;<br /><b>II.</b> la bouche comme organe de l'alimentation : [[τι]] [[ἐς]] τὸ [[στόμα]] λαμβάνειν XÉN porter qch (des aliments) à sa bouche ; κορέσαι [[στόμα]] SOPH <i>litt.</i> rassasier sa bouche ; <i>fig.</i> ce qui sert à engloutir, à dévorer, gouffre ; πολέμοιο IL, ὑσμίνης IL gouffre de la guerre, du combat (<i>càd l'endroit où la guerre, où le combat dévorent le plus de victimes</i>);<br /><b>III.</b> la bouche comme organe de la parole : [[στόμα]] οἴγειν ESCHL ouvrir la bouche ; λύειν EUR délier la bouche ; κινεῖν SOPH mettre la bouche en mouvement ; κοιμᾶν ESCHL laisser reposer sa bouche ; [[σῖγα]] ἔχειν EUR tenir sa bouche silencieuse ; ἀπὸ στόματος [[εἰπεῖν]] XÉN parler de bouche, de mémoire ; διὰ στόματος ἔχειν XÉN <i>ou</i> διὰ [[στόμα]] ἄγεσθαι IL <i>ou</i> [[ἐν]] στόματι ἔχειν IL avoir sans cesse à la bouche ; διὰ στόματος [[εἶναι]] <i>ou</i> γίγνεσθαι THCR venir sans cesse sur les lèvres <i>en parl. d'une parole, d'un propos, etc.</i> ; [[ἐξ]] ἑνὸς στόματος AR d'une seule voix ; parole, langage : [[στόμα]] ἀνόσιον SOPH langage impie ; [[στόμα]] [[θεῖον]] SOPH bouche <i>ou</i> voix des dieux, oracle;<br /><b>B.</b> <i>p. anal.</i> embouchure d'un fleuve, de la mer ; orifice, ouverture, entrée (d'un port, d'un golfe, d'une ville, d'une rue, d'une maison) ; <i>fig.</i> [[στόμα]] [[τοῦ]] βίου terme de la vie.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>avest.</i> staman « gueule de chien ».
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στόμα''': τό, Δωρικ. [[στύμα]] Θεόκρ. 29. 25· (ἴδε ἐν τέλ.)· - τὸ [[στόμα]], Λατ. os, Ἰλ. Ξ. 467, κτλ.· σύν τε στόμ’ ἐρεῖσαι Ὀδ. Λ. 425· ἱμείρου γκυκεροῦ στ. Σόλων 21· ἐπὶ ζῴων, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 146, 389, κτλ., Σοφ. Φιλ. 1156· - ὁ πληθ. [[εἶναι]] [[ἐνίοτε]] ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ ἑνικοῦ, ὡς τὸ Λατ. ora, ἀμφιπίπτων στόμασιν, ἐπὶ φιλήματος, Σοφ. Τρ. 938, καὶ συχν. παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1607, Νικ. Ἀλεξιφ. 210, 240, κτλ.· - μεταφορ., [[στόμα]] πτολέμοιο, ὑσμίνης, τὸ [[στόμα]], τὰ «δόντια» τῆς μάχης, [[οἷον]] ἀγρίου τινὸς θηρίου, Ἰλ. Κ. 8, Υ. 359 (ἀλλὰ πρβλ. κατωτ. ΙΙΙ. 1). 2) ἰδίως, τὸ [[στόμα]] ὡς [[ὄργανον]] τῆς φωνῆς τῆς γλώσσης, [[δέκα]] μὲν γλῶσσαι, [[δέκα]] δὲ στόματ’ Β. 489· βραχύ μοι στ. πάντ’ ἀνᾱγήσασθαι Πινδ. Ν. 10. 35· συχν. παρὰ Τραγικ., στ. θηλυνθῆναι Σοφ. Αἴ. 651 (ἴδε κατωτ.)· στ., τὸ τοῦ [[Διός]], Αἰσχύλ. Πρ. 1032· τὸ Φοίβου [[θεῖον]] ἀψευδὲς στ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 281, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 603· τὸ στρογγύλον τοῦ στόματος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 397· ἐγὼ Μοισᾶν καπυρὸν [[στόμα]], τὸ [[στόμα]], τὸ [[ὄργανον]] τῶν Μουσῶν, Θεόκρ. 7. 37, πρβλ. Μόσχ. 3. 73· Πιερίδων τὸ σοφὸν στ., ἐπὶ τοῦ Ὁμήρου, Ἀνθ. Π. 7. 4, πρβλ. 7. 6., 7. 75., 9. 184· - ἀκολούθως [[ἐνίοτε]] ἐπὶ τῆς σημασίας [[λαλιά]], [[ὁμιλία]], λόγοι, Σοφ. Ο. Τ. 426, 706, Ο. Κ. 132, κτλ.· εἰς τόδ’ ἐξελθόντος ἀνόσιον στ. [[αὐτόθι]] 981· κἂν φέρῃ καλὸν στ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 669· τὸ σὸν .. στ. ἐλεινὸν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 671· διδόναι στ. καὶ σοφίαν Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 15· ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ ἑνὸς προσώπου ὁμιλοῦντος, Σοφ. Ο. Τ. 1219· - ἰδιαίτεραι φράσεις: οἴγειν στ. Αἰσχύλ. Πρ. 611· λύειν, δαίρειν [[στόμα]] Εὐρ. Ἱππ. 1060, Ἰσοκρ. 252C, Δημ. 375. 15· κοιμᾶν [[στόμα]], δηλ. τηρεῖν σιγήν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1247. 293· ἴσχε δακὼν στ. σὸν Σοφ. Τρ. 977· ὀδόντι πρῖε τὸ στ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 777· οὕτω, [[στόμα]] κλείειν, ἐπέχειν Εὐρ. Φοίν. 865, Ἑκ. 1283· σῖγ’ ἔχειν στ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 660· εὖ ἔχειν = εὐφημεῖν, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 117· δάκνειν στ., τηρῶ ἐξ ἀνάγκης σιωπὴν (πρβλ. [[ὀδάξ]]), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 293· - ἴδε ἐν λ. [[θηλύνω]]· συγκλείσας Ἀριστοφ. Θεσμ. 40. 3) μετὰ προθ., α) ἀνὰ [[στόμα]] ἔχειν, ἔχω συνεχῶς εἰς τὸ [[στόμα]] μου [[εἴτε]] πρὸς καλὸν [[εἴτε]] πρὸς κακόν, Εὐρ. Ἠλ. 80· ἀνὰ στ. καὶ διὰ γλώσσης ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 95. β) ἀπὸ στόματος εἰπεῖν, ὡς τὸ ἀπὸ γλώσσης, ἀπὸ τὸ [[στόμα]], δηλ. ἐκ μνήμης (πρβλ. ἀπὸ χειρός), Πλάτ. Θεαίτ. 142D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 9, Φιλήμ. ἐν «Νεμ.» 1, κτλ. γ) διὰ [[στόμα]] λέγειν Αἰσχύλ. Θήβ. 579, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 103· (οὕτω, κατὰ τὸ στ. ᾄδειν Ἀριστοφ. Νεφ. 158)· διὰ [[στόμα]] ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 855· [[οἶκτος]] ᾖν διὰ [[στόμα]], ἦτο εἰς τὸ [[στόμα]] ἑκάστου, Αἰσχύλ. Θήβ. 51· πᾶσι διὰ στόματος, [[εἶναι]] ἡ κοινὴ [[ὁμιλία]], Θεόκρ. 12. 21, πρβλ. Θέογν. 18. δ) ἐν στόμασιν ἢ στόματι ἔχειν Ἡρόδ. 3. 157, 6. 136· πολλῶν κεῖσθαι ἐν στόμασιν Θέογν. 240· ἐν τῷ στ. λέγειν Ἀριστοφ. Ἀχ. 198. ε) ἐξ ἑνὸς στ., μιᾷ φωνῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 670, Πλάτ. Πολ. 364Α· [[οὕτως]], ὡς ἀφ’ ἑνὸς στόματος Ἀνθ. Π. 11. 159. ζ) ἐπὶ [[στόμα]], κατὰ [[πρόσωπον]], «κατάμουτρα», ἐξεκυλίσθη πρηνὴς .. ἐπὶ στ. Ἰλ. Ζ. 43, Π. 410· ἐπὶ στ. πίπτειν Πλουτ. Ἀρτοξ. 29, κτλ.· - [[ὡσαύτως]], ὅ τι ἦλθεν ἐπὶ στ., ὅ,τι ἦλθεν [[ὑπεράνω]] πάντων, Λατ. quicquid in buccam venerit, Πλάτ. Πολ. 563C, Schäf. εἰς Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 13· περὶ τοῦ υς ἐπὶ στ., ἴδε [[βοῦς]] IV. η) κατὰ [[στόμα]], [[πρόσωπον]] πρὸς [[πρόσωπον]], Λατιν. adversa fronte, Ἡρόδ. 8. 11, Εὐρ. Ἡρακλ. 801, Ρῆσ. 409, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 5. 2, 26· κατὰ στ. τινός, συγκρουόμενος [[πρός]] τινα, Πλάτ. Νόμ. 855D· ἴδε ἀνωτέρ. ΙΙ. στ. ποταμοῦ, τὸ [[στόμιον]], αἱ ἐκβολαὶ ποταμοῦ, Λατ. ostia, Ἰλ. Μ. 24, Ὀδ. Ε. 441, Αἰσχύλ. Πρ. 847, κτλ.· [[οὕτως]], ἠιόνος στ. [[μακρόν]], τὸ ἐκτεταμένον [[στόμιον]] τῆς παραλίας, Ἰλ. Ξ. 36, πρβλ. Ὀδ. Κ. 90, Ἡρόδ. 2. 17· στ. τοῦ Πόντου, Λατιν. fauces Ponti, ὁ αὐτ. 4. 86, πρβλ. Θουκ. 4. 49, 102· τὸ στ. τῆς ἐσβολῆς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1107· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[χάσμα]] [[ῥῆγμα]] ἐν τῇ γῇ ἢ ἐν βράχῳ, ἐξ οὗ ἐκρέει [[ὕδωρ]], [[ῥυάκιον]], Ἡρόδ. 1. 202· τὸ ἄνω, τὸ [[κάτω]] στ. τοῦ ρύγματος. τὸ [[πλάτος]] τῆς τάφρου εἰς τὸ ἄνω [[μέρος]], εἰς τὸν πυθμένα (πρβλ. gape, gap), ὁ αὐτ. 7. 23, 37. 2) [[ἄνοιγμα]], [[ἔξοδος]] [[εἴσοδος]], ἀργαλέον στ. λαύρης Ὀδ. Χ. 137· στ. τῆς ἀγυιᾶς Ξεν. Κύρ. 2, 4, 4· στ. φρέατος ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 5, 25· καδίσκου Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 231, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 251· χθόνιον Ἅιδα στ. Πινδ. Π. 4. 44· διεξόδων Πλάτ. Φαῖδρ. 251D· ἑπτάπυλον στ., αἱ ἑπτὰ πύλαι τῶν Θηβῶν, Σοφ. Ἀντ. 119· - ἰατρικ., στ. τῶν μητρέων, τῶν ὑστερέων Ἱππ. 604. 24., 1254 ἐν τέλ., κ. ἀλλ., τῆς κοιλίας Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 11, 5· γαστρὸς Νικ. Ἀλεξιφ. 20. ΙΙΙ. τὸ πρόσθιον [[μέρος]], ἡ [[ὄψις]], τὸ [[πρόσωπον]], [[μέτωπον]]: 1) ἐπὶ ὅπλων, τὸ [[ἄκρον]], ἡ [[αἰχμή]], κατὰ [[στόμα]] εἰμένα χαλκῷ Ἰλ. Ο. 389· ἡ ἀκμὴ ξίφους, Λατ. acies, τὸ στ. τῆς αἰχμῆς Φιλόστρ. 732, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 24, κτλ.· (ἀλλὰ [[ἡμαρτημένως]] λαμβάνεται οὕτω παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 651)· - [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ Λατ. acies, αἱ κατὰ [[μέτωπον]] τάξεις τῆς μάχης, τὸ [[μέτωπον]], οἱ ἀπὸ στόματος (ἀντίθετον τῷ ἀπὸ τῆς οὐρᾶς) Ξεν. Ἀν. 3. 4, 42 καὶ 43, πρβλ. Ἑλλ. 4. 3, 4· τὸ στ. τοῦ πλαισίου ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 4, 43, πρβλ. 5. 4, 22, Πολύβ. 10. 12, 7· ([[οὕτως]] [[ἴσως]] [[δέον]] νὰ ἑρμηνευθῇ τὸ στ. πολέμοιο, ὑσμίνης, ἴδε ἀνωτ. Ι. 1). 2) [[καθόλου]], [[ἄκρον]] στ. πύργων, ἡ [[ἄκρα]], τὸ [[χεῖλος]] ἢ ἡ κορυφὴ τῶν πύργων, Εὐρ. Φοίν. 1166· στ. πέπλου Παύλ. Σιλ. Ἄμβων 257· στ. σιδηροῦν κριοῦ Ἀρχ. Μαθ. 6C· - παρὰ Ξεν. ἐν Ἀγησ. 11, 15, πρὸς τῷ στόματι τοῦ βίου, εἰς τὸ [[χεῖλος]] ἢ ἀκρότατον [[σημεῖον]] τῆς ζωῆς. (Πρβλ. Ζενδ. ←taman (os). Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης γίνονται τὰ [[στόμαχος]], [[στόμιον]], [[στωμύλος]], κτλ.).
|elnltext=στόμα -ατος, τό, Aeol. στύμα Theocr. 29.25 mond. als lichaamsdeel mond, van mensen; εἰς τὸ στόμα λαμβάνειν (iets) in de mond nemen Xen. Mem. 3.14.5; van dieren bek, muil:; κορέσαι στόμα hun bek (d.w.z. honger) te verzadigen Soph. Ph. 1156; overdr..; σ. πολέμοιο de muil van de oorlog Il. 10.8; poët. ook plur. met sing. bet. uitbr. gezicht:; ἐξεκυλίσθη πρηνὴς ἐπὶ στόμα hij rolde eruit voorover op zijn gezicht Il. 6.43; ἐπὶ στόμα πίπτειν zich voorover op zijn gezicht werpen Plut. Art. 29.11; κατὰ στόμα van voren, frontaal tegenover (elkaar); met gen..; κατὰ τὸ στόμα τοῦ διώκοντός τε καὶ φεύγοντος ὁ δικαστὴς... ἱζέσθω de rechter moet recht tegenover de aanklager en de aangeklaagde zitten Plat. Lg. 855d; voorzijde, front (van een leger). als orgaan van de spraak mond:; οἴγειν στόμα zijn mond openen Aeschl. PV 611; δάκνειν στόμα zich op de lippen bijten Soph. Tr. 977; σῖγ’ ἕξομεν στόμα wij zullen onze mond houden Eur. Hipp. 660; κατὰ τὸ στόμα ᾄδειν met de mond zoemen Aristoph. Nub. 159; uitdr. ἀνὰ στόμα ἔχειν de mond vol hebben van (d.w.z. het voortdurend hebben over, steeds praten over) = διὰ στόμα λέγειν of ἔχειν = ἐν στόμασι ἔχειν;; πᾶσι διὰ στόματος daar heeft iedereen het over Theocr. Id. 12.21; ἀπὸ στόματος λέγειν uit het hoofd spreken Plat. Tht. 142d; ἐξ ἑνὸς στόματος met één mond, met één stem.; στόμα πρὸς στόμα λαλῆσαι elkaar persoonlijk spreken NT 2 Io. 1.12. uitbr., wat uit de mond komt: stem, woord, taal:. ἀνόσιον στόμα oneerbiedige taal Soph. OC 981; τὸ θεῖον στόμα de goddelijke uitspraak Soph. OC 603; ἐγὼ … δώσω ὑμῖν στόμα καὶ σοφίαν ik zal jullie een stem en wijsheid geven NT Luc. 21.15. (uit)monding, van rivieren; mond, d.w.z. opening, uitgang, ingang, van baaien en golven etc.:; σ. τοῦ Πόντου de mond van de Pontos (d.w.z. de Bosporus); van een haven Od. 10.90; van een stad; ἑπτάπυλον στόμα de (ingang gevormd door de) zeven poorten Soph. Ant. 119; van gangen, straten en kanalen; ook van lichaamsdelen, bijv. van de baarmoeder. uiteinde; punt (van een wapen); bovenkant, top:. εἰς ἄκρον στόμα πύργων naar de bovenste rand van de poort Eur. Phoen. 1166.
}}
{{elru
|elrutext='''στόμα:''' эол. [[στύμα]], ατος τό тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> [[рот]], [[уста]]: σ. τὸ [[δῖον]] Aesch. [[Зевсовы уста]]; οἴγειν σ. Aesch., λύειν σ. Eur., Isocr. и διαίρειν σ. Dem. [[открывать рот]], т. е. [[начинать говорить]]; κοιμᾶν σ. Aesch. и σῖγ᾽ ἔχειν σ. Eur. [[хранить молчание]]; σ. (συγ)κλῄειν Eur., Arph.; [[закрывать рот]], [[умолкать]]; ἔχειν τινὰ ἀνὰ σ. Eur., διὰ σ. Arph. и ἐν στόματι Her. [[непрерывно говорить]] о [[ком-л.]] (досл. [[иметь кого-л.]] [[постоянно на]] устах); ἐν τῷ στόματι λέγειν Arph. [[говорить напрямик]]; πᾶσι διὰ στόματος (sc. εἶναι) Theocr. [[быть]] у [[всех на устах]]; ἀπὸ στόματος [[εἰπεῖν]] Plat. [[говорить наизусть или по памяти]]; ἐξ ἑνὸς στόματος Arph., Plat.; [[единогласно]], [[единодушно]];<br /><b class="num">2)</b> [[пасть]] (sc. θηρῶν Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[пучина]], [[бездна]] . πόντιον Eur.): σ. ὑσμίνης Hom. [[жестокая сеча]];<br /><b class="num">4)</b> [[лицевая сторона]], [[лицо]]: ἐπὶ σ. Hom. (прямо) [[на лицо или лицом]]; οἱ κατὰ τὸ σ. Xen. [[находящиеся напротив]]; ὅ τι ἦλθ᾽ ἐπὶ σ. Aesch. ap. Plat. [[все]], [[что ни попадется]]; κατὰ σ. τινός Plat. [[прямо напротив кого-л.]]; ἀλλήλοισι στρατὸν κατὰ σ. ἀντιτάσσειν Eur. [[выстраивать войска фронтом друг к другу]]; οἱ ἀπὸ τοῦ στόματος Xen. [[воины передних рядов]]; ἐπὶ σ. πίπτειν Plut. [[падать ниц]];<br /><b class="num">5)</b> [[речь]], [[слова]] (προπηλακίζειν σ. τινός Soph.);<br /><b class="num">6)</b> [[устье]] (ποταμοῦ Hom.);<br /><b class="num">7)</b> [[бухта]] (ἠϊόνος Hom.): ἀκταὶ ἐν στόματι προὔχουσιν Hom. [[крутые берега образуют бухту]];<br /><b class="num">8)</b> [[вход]], [[выход]], [[проход]] (τοῦ πόντου Her.; ἐπὶ τῷ στόματι τοῦ κόλπου Thuc.): ἐπ᾽ [[αὐτῷ]] τῷ στόματι τῆς εἰσβολῆς Arph. у [[самых ворот]]; ἑπτάπυλον σ. Soph. [[семивратный проход]] ([[семь ворот Фив]] Беотийских);<br /><b class="num">9)</b> [[речной рукав]]: τὸ [[Πηλούσιον]] σ. Her. [[Пелусийский рукав]] (Нила);<br /><b class="num">10)</b> [[отверстие]], [[просвет]], [[щель]] (τοῦ ὀρύγματος Her.; анат. ὑστέρας Arst.);<br /><b class="num">11)</b> [[верхний конец]], [[острие]] (ξυστὰ κατὰ σ. εἱμένα χαλκῷ Hom.): [[πεσεῖν]] στόματι μαχαίρας NT [[пасть от меча]];<br /><b class="num">12)</b> [[верхний край]], [[верхушка]] ([[ἄκρον]] σ. πύργων Eur.);<br /><b class="num">13)</b> [[конец]], [[исход]] (πρὸς τῷ στόματι τοῦ βίου Xen.);<br /><b class="num">14)</b> [[главная сила]], [[цвет]] (τοῦ κατὰ τὴν πόλιν πλήθους Polyb.);<br /><b class="num">15)</b> [[головная колонна]] (τῶν ὁπλιτῶν Xen.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 40: Line 43:
|lsmtext='''στόμα:''' Δωρ. [[στύμα]], <i>-ατος</i>, <i>τό</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στόμα]], στοματική [[κοιλότητα]], Λατ. os, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[στόμα]] ως όργανο της ομιλίας, [[δέκα]] μὲν γλῶσσαι, [[δέκα]] δὲ στόματ', σε Ομήρ. Ιλ.· [[στόμα]] τὸ [[δῖον]], το [[στόμα]] του [[Δία]], σε Αισχύλ.· Μοισᾶν [[στόμα]], [[στόμα]], [[στόμιο]] του μουσικού οργάνου των Μουσών, σε Θεόκρ.· με προθέσεις· ἀνὰ [[στόμα]] ἔχειν, έχω [[πάντοτε]] στο [[στόμα]] μου, το έχω [[πάντοτε]] [[πρόχειρο]] να το πω, σε Ευρ.· <i>ἀπὸ στόματος</i>, από το [[στόμα]], δηλ. από μνήμης, από στήθους, σε Ξεν. κ.λπ.· διὰ [[στόμα]], ήταν σε όλων τα στόματα, σε Αισχύλ.· <i>πᾶσι διὰ στόματος</i>, είναι η [[κοινή]] [[ομιλία]], σε Θεόκρ.· <i>ἐξ ἑνὸς στόματος</i>, με μια [[φωνή]], σε Αριστοφ.· κατὰ [[στόμα]], [[πρόσωπο]] με [[πρόσωπο]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[στόμα]] ποταμοῦ, [[στόμα]], εκβολές, όχθες ποταμού, Λατ. ostia, σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, ἠιόνος [[στόμα]] [[μακρόν]], εκτεταμένο [[στόμιο]], [[είσοδος]] παραλίας, σε Ομήρ. Ιλ.· [[στόμα]] τοῦ Πόντου, Λατ. [[fauces]] Ponti, σε Ηρόδ.· επίσης, [[χάσμα]] ή [[ρωγμή]] στην [[επιφάνεια]] της γης, απ' όπου αναβλύζει ένα [[ρυάκι]], στον ίδ.· τὸ [[ἄνω]], τὸ [[κάτω]] [[στόμα]] τοῦ ὀρύγματος, [[άνοιγμα]] ή [[εύρος]] μιας διόδου ή ενός ορύγματος στην [[κορυφή]], στις παρυφές, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[άνοιγμα]], [[κάθε]] [[έξοδος]] ή [[είσοδος]], σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> εμπρόσθιο [[μέρος]], [[πρόσοψη]], [[πρόσωπο]], [[μέτωπο]]·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για όπλα, [[αιχμή]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ακμή]], [[κόψη]] ξίφους, σε Καινή Διαθήκη· επίσης, όπως το Λατ. [[acies]], [[μέτωπο]], πολεμικό [[μέτωπο]], πρώτη [[γραμμή]] μάχης, <i>στόμαπολέμοιο</i>, <i>ὑσμίνης</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως και μόνο του, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[ἄκρον]] [[στόμα]] πύργων, [[κορυφή]] πύργων, σε Ευρ.· τὸ [[στόμα]] τοῦ βίου, το ακρότατο όριο της ζωής, σε Ξεν.
|lsmtext='''στόμα:''' Δωρ. [[στύμα]], <i>-ατος</i>, <i>τό</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στόμα]], στοματική [[κοιλότητα]], Λατ. os, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[στόμα]] ως όργανο της ομιλίας, [[δέκα]] μὲν γλῶσσαι, [[δέκα]] δὲ στόματ', σε Ομήρ. Ιλ.· [[στόμα]] τὸ [[δῖον]], το [[στόμα]] του [[Δία]], σε Αισχύλ.· Μοισᾶν [[στόμα]], [[στόμα]], [[στόμιο]] του μουσικού οργάνου των Μουσών, σε Θεόκρ.· με προθέσεις· ἀνὰ [[στόμα]] ἔχειν, έχω [[πάντοτε]] στο [[στόμα]] μου, το έχω [[πάντοτε]] [[πρόχειρο]] να το πω, σε Ευρ.· <i>ἀπὸ στόματος</i>, από το [[στόμα]], δηλ. από μνήμης, από στήθους, σε Ξεν. κ.λπ.· διὰ [[στόμα]], ήταν σε όλων τα στόματα, σε Αισχύλ.· <i>πᾶσι διὰ στόματος</i>, είναι η [[κοινή]] [[ομιλία]], σε Θεόκρ.· <i>ἐξ ἑνὸς στόματος</i>, με μια [[φωνή]], σε Αριστοφ.· κατὰ [[στόμα]], [[πρόσωπο]] με [[πρόσωπο]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[στόμα]] ποταμοῦ, [[στόμα]], εκβολές, όχθες ποταμού, Λατ. ostia, σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, ἠιόνος [[στόμα]] [[μακρόν]], εκτεταμένο [[στόμιο]], [[είσοδος]] παραλίας, σε Ομήρ. Ιλ.· [[στόμα]] τοῦ Πόντου, Λατ. [[fauces]] Ponti, σε Ηρόδ.· επίσης, [[χάσμα]] ή [[ρωγμή]] στην [[επιφάνεια]] της γης, απ' όπου αναβλύζει ένα [[ρυάκι]], στον ίδ.· τὸ [[ἄνω]], τὸ [[κάτω]] [[στόμα]] τοῦ ὀρύγματος, [[άνοιγμα]] ή [[εύρος]] μιας διόδου ή ενός ορύγματος στην [[κορυφή]], στις παρυφές, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[άνοιγμα]], [[κάθε]] [[έξοδος]] ή [[είσοδος]], σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> εμπρόσθιο [[μέρος]], [[πρόσοψη]], [[πρόσωπο]], [[μέτωπο]]·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για όπλα, [[αιχμή]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ακμή]], [[κόψη]] ξίφους, σε Καινή Διαθήκη· επίσης, όπως το Λατ. [[acies]], [[μέτωπο]], πολεμικό [[μέτωπο]], πρώτη [[γραμμή]] μάχης, <i>στόμαπολέμοιο</i>, <i>ὑσμίνης</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως και μόνο του, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[ἄκρον]] [[στόμα]] πύργων, [[κορυφή]] πύργων, σε Ευρ.· τὸ [[στόμα]] τοῦ βίου, το ακρότατο όριο της ζωής, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στόμα:''' эол. [[στύμα]], ατος τό тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> [[рот]], [[уста]]: σ. τὸ [[δῖον]] Aesch. [[Зевсовы уста]]; οἴγειν σ. Aesch., λύειν σ. Eur., Isocr. и διαίρειν σ. Dem. [[открывать рот]], т. е. [[начинать говорить]]; κοιμᾶν σ. Aesch. и σῖγ᾽ ἔχειν σ. Eur. [[хранить молчание]]; σ. (συγ)κλῄειν Eur., Arph.; [[закрывать рот]], [[умолкать]]; ἔχειν τινὰ ἀνὰ σ. Eur., διὰ σ. Arph. и ἐν στόματι Her. [[непрерывно говорить]] о [[ком-л.]] (досл. [[иметь кого-л.]] [[постоянно на]] устах); ἐν τῷ στόματι λέγειν Arph. [[говорить напрямик]]; πᾶσι διὰ στόματος (sc. εἶναι) Theocr. [[быть]] у [[всех на устах]]; ἀπὸ στόματος [[εἰπεῖν]] Plat. [[говорить наизусть или по памяти]]; ἐξ ἑνὸς στόματος Arph., Plat.; [[единогласно]], [[единодушно]];<br /><b class="num">2)</b> [[пасть]] (sc. θηρῶν Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[пучина]], [[бездна]] (σ. πόντιον Eur.): σ. ὑσμίνης Hom. [[жестокая сеча]];<br /><b class="num">4)</b> [[лицевая сторона]], [[лицо]]: ἐπὶ σ. Hom. (прямо) [[на лицо или лицом]]; οἱ κατὰ τὸ σ. Xen. [[находящиеся напротив]]; ὅ τι ἦλθ᾽ ἐπὶ σ. Aesch. ap. Plat. [[все]], [[что ни попадется]]; κατὰ σ. τινός Plat. [[прямо напротив кого-л.]]; ἀλλήλοισι στρατὸν κατὰ σ. ἀντιτάσσειν Eur. [[выстраивать войска фронтом друг к другу]]; οἱ ἀπὸ τοῦ στόματος Xen. [[воины передних рядов]]; ἐπὶ σ. πίπτειν Plut. [[падать ниц]];<br /><b class="num">5)</b> [[речь]], [[слова]] (προπηλακίζειν σ. τινός Soph.);<br /><b class="num">6)</b> [[устье]] (ποταμοῦ Hom.);<br /><b class="num">7)</b> [[бухта]] (ἠϊόνος Hom.): ἀκταὶ ἐν στόματι προὔχουσιν Hom. [[крутые берега образуют бухту]];<br /><b class="num">8)</b> [[вход]], [[выход]], [[проход]] (τοῦ πόντου Her.; ἐπὶ τῷ στόματι τοῦ κόλπου Thuc.): ἐπ᾽ [[αὐτῷ]] τῷ στόματι τῆς εἰσβολῆς Arph. у [[самых ворот]]; ἑπτάπυλον σ. Soph. [[семивратный проход]] ([[семь ворот Фив]] Беотийских);<br /><b class="num">9)</b> [[речной рукав]]: τὸ [[Πηλούσιον]] σ. Her. [[Пелусийский рукав]] (Нила);<br /><b class="num">10)</b> [[отверстие]], [[просвет]], [[щель]] (τοῦ ὀρύγματος Her.; анат. ὑστέρας Arst.);<br /><b class="num">11)</b> [[верхний конец]], [[острие]] (ξυστὰ κατὰ σ. εἱμένα χαλκῷ Hom.): [[πεσεῖν]] στόματι μαχαίρας NT [[пасть от меча]];<br /><b class="num">12)</b> [[верхний край]], [[верхушка]] ([[ἄκρον]] σ. πύργων Eur.);<br /><b class="num">13)</b> [[конец]], [[исход]] (πρὸς τῷ στόματι τοῦ βίου Xen.);<br /><b class="num">14)</b> [[главная сила]], [[цвет]] (τοῦ κατὰ τὴν πόλιν πλήθους Polyb.);<br /><b class="num">15)</b> [[головная колонна]] (τῶν ὁπλιτῶν Xen.).
|lstext='''στόμα''': τό, Δωρικ. [[στύμα]] Θεόκρ. 29. 25· (ἴδε ἐν τέλ.)· - τὸ [[στόμα]], Λατ. os, Ἰλ. Ξ. 467, κτλ.· σύν τε στόμ’ ἐρεῖσαι Ὀδ. Λ. 425· ἱμείρου γκυκεροῦ στ. Σόλων 21· ἐπὶ ζῴων, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 146, 389, κτλ., Σοφ. Φιλ. 1156· - ὁ πληθ. [[εἶναι]] [[ἐνίοτε]] ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ ἑνικοῦ, ὡς τὸ Λατ. ora, ἀμφιπίπτων στόμασιν, ἐπὶ φιλήματος, Σοφ. Τρ. 938, καὶ συχν. παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1607, Νικ. Ἀλεξιφ. 210, 240, κτλ.· - μεταφορ., [[στόμα]] πτολέμοιο, ὑσμίνης, τὸ [[στόμα]], τὰ «δόντια» τῆς μάχης, [[οἷον]] ἀγρίου τινὸς θηρίου, Ἰλ. Κ. 8, Υ. 359 (ἀλλὰ πρβλ. κατωτ. ΙΙΙ. 1). 2) ἰδίως, τὸ [[στόμα]] ὡς [[ὄργανον]] τῆς φωνῆς τῆς γλώσσης, [[δέκα]] μὲν γλῶσσαι, [[δέκα]] δὲ στόματ’ Β. 489· βραχύ μοι στ. πάντ’ ἀνᾱγήσασθαι Πινδ. Ν. 10. 35· συχν. παρὰ Τραγικ., στ. θηλυνθῆναι Σοφ. Αἴ. 651 (ἴδε κατωτ.)· στ., τὸ τοῦ [[Διός]], Αἰσχύλ. Πρ. 1032· τὸ Φοίβου [[θεῖον]] ἀψευδὲς στ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 281, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 603· τὸ στρογγύλον τοῦ στόματος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 397· ἐγὼ Μοισᾶν καπυρὸν [[στόμα]], τὸ [[στόμα]], τὸ [[ὄργανον]] τῶν Μουσῶν, Θεόκρ. 7. 37, πρβλ. Μόσχ. 3. 73· Πιερίδων τὸ σοφὸν στ., ἐπὶ τοῦ Ὁμήρου, Ἀνθ. Π. 7. 4, πρβλ. 7. 6., 7. 75., 9. 184· - ἀκολούθως [[ἐνίοτε]] ἐπὶ τῆς σημασίας [[λαλιά]], [[ὁμιλία]], λόγοι, Σοφ. Ο. Τ. 426, 706, Ο. Κ. 132, κτλ.· εἰς τόδ’ ἐξελθόντος ἀνόσιον στ. [[αὐτόθι]] 981· κἂν φέρῃ καλὸν στ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 669· τὸ σὸν .. στ. ἐλεινὸν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 671· διδόναι στ. καὶ σοφίαν Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 15· ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ ἑνὸς προσώπου ὁμιλοῦντος, Σοφ. Ο. Τ. 1219· - ἰδιαίτεραι φράσεις: οἴγειν στ. Αἰσχύλ. Πρ. 611· λύειν, δαίρειν [[στόμα]] Εὐρ. Ἱππ. 1060, Ἰσοκρ. 252C, Δημ. 375. 15· κοιμᾶν [[στόμα]], δηλ. τηρεῖν σιγήν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1247. 293· ἴσχε δακὼν στ. σὸν Σοφ. Τρ. 977· ὀδόντι πρῖε τὸ στ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 777· οὕτω, [[στόμα]] κλείειν, ἐπέχειν Εὐρ. Φοίν. 865, Ἑκ. 1283· σῖγ’ ἔχειν στ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 660· εὖ ἔχειν = εὐφημεῖν, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 117· δάκνειν στ., τηρῶ ἐξ ἀνάγκης σιωπὴν (πρβλ. [[ὀδάξ]]), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 293· - ἴδε ἐν λ. [[θηλύνω]]· συγκλείσας Ἀριστοφ. Θεσμ. 40. 3) μετὰ προθ., α) ἀνὰ [[στόμα]] ἔχειν, ἔχω συνεχῶς εἰς τὸ [[στόμα]] μου [[εἴτε]] πρὸς καλὸν [[εἴτε]] πρὸς κακόν, Εὐρ. Ἠλ. 80· ἀνὰ στ. καὶ διὰ γλώσσης ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 95. β) ἀπὸ στόματος εἰπεῖν, ὡς τὸ ἀπὸ γλώσσης, ἀπὸ τὸ [[στόμα]], δηλ. ἐκ μνήμης (πρβλ. ἀπὸ χειρός), Πλάτ. Θεαίτ. 142D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 9, Φιλήμ. ἐν «Νεμ.» 1, κτλ. γ) διὰ [[στόμα]] λέγειν Αἰσχύλ. Θήβ. 579, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 103· (οὕτω, κατὰ τὸ στ. ᾄδειν Ἀριστοφ. Νεφ. 158)· διὰ [[στόμα]] ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 855· [[οἶκτος]] ᾖν διὰ [[στόμα]], ἦτο εἰς τὸ [[στόμα]] ἑκάστου, Αἰσχύλ. Θήβ. 51· πᾶσι διὰ στόματος, [[εἶναι]] ἡ κοινὴ [[ὁμιλία]], Θεόκρ. 12. 21, πρβλ. Θέογν. 18. δ) ἐν στόμασιν ἢ στόματι ἔχειν Ἡρόδ. 3. 157, 6. 136· πολλῶν κεῖσθαι ἐν στόμασιν Θέογν. 240· ἐν τῷ στ. λέγειν Ἀριστοφ. Ἀχ. 198. ε) ἐξ ἑνὸς στ., μιᾷ φωνῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 670, Πλάτ. Πολ. 364Α· [[οὕτως]], ὡς ἀφ’ ἑνὸς στόματος Ἀνθ. Π. 11. 159. ζ) ἐπὶ [[στόμα]], κατὰ [[πρόσωπον]], «κατάμουτρα», ἐξεκυλίσθη πρηνὴς .. ἐπὶ στ. Ἰλ. Ζ. 43, Π. 410· ἐπὶ στ. πίπτειν Πλουτ. Ἀρτοξ. 29, κτλ.· - [[ὡσαύτως]], ὅ τι ἦλθεν ἐπὶ στ., ὅ,τι ἦλθεν [[ὑπεράνω]] πάντων, Λατ. quicquid in buccam venerit, Πλάτ. Πολ. 563C, Schäf. εἰς Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 13· περὶ τοῦ υς ἐπὶ στ., ἴδε [[βοῦς]] IV. η) κατὰ [[στόμα]], [[πρόσωπον]] πρὸς [[πρόσωπον]], Λατιν. adversa fronte, Ἡρόδ. 8. 11, Εὐρ. Ἡρακλ. 801, Ρῆσ. 409, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 5. 2, 26· κατὰ στ. τινός, συγκρουόμενος [[πρός]] τινα, Πλάτ. Νόμ. 855D· ἴδε ἀνωτέρ. ΙΙ. στ. ποταμοῦ, τὸ [[στόμιον]], αἱ ἐκβολαὶ ποταμοῦ, Λατ. ostia, Ἰλ. Μ. 24, Ὀδ. Ε. 441, Αἰσχύλ. Πρ. 847, κτλ.· [[οὕτως]], ἠιόνος στ. [[μακρόν]], τὸ ἐκτεταμένον [[στόμιον]] τῆς παραλίας, Ἰλ. Ξ. 36, πρβλ. Ὀδ. Κ. 90, Ἡρόδ. 2. 17· στ. τοῦ Πόντου, Λατιν. fauces Ponti, ὁ αὐτ. 4. 86, πρβλ. Θουκ. 4. 49, 102· τὸ στ. τῆς ἐσβολῆς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1107· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[χάσμα]] [[ῥῆγμα]] ἐν τῇ γῇ ἢ ἐν βράχῳ, ἐξ οὗ ἐκρέει [[ὕδωρ]], [[ῥυάκιον]], Ἡρόδ. 1. 202· τὸ ἄνω, τὸ [[κάτω]] στ. τοῦ ρύγματος. τὸ [[πλάτος]] τῆς τάφρου εἰς τὸ ἄνω [[μέρος]], εἰς τὸν πυθμένα (πρβλ. gape, gap), ὁ αὐτ. 7. 23, 37. 2) [[ἄνοιγμα]], [[ἔξοδος]] [[εἴσοδος]], ἀργαλέον στ. λαύρης Ὀδ. Χ. 137· στ. τῆς ἀγυιᾶς Ξεν. Κύρ. 2, 4, 4· στ. φρέατος ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 5, 25· καδίσκου Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 231, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 251· χθόνιον Ἅιδα στ. Πινδ. Π. 4. 44· διεξόδων Πλάτ. Φαῖδρ. 251D· ἑπτάπυλον στ., αἱ ἑπτὰ πύλαι τῶν Θηβῶν, Σοφ. Ἀντ. 119· - ἰατρικ., στ. τῶν μητρέων, τῶν ὑστερέων Ἱππ. 604. 24., 1254 ἐν τέλ., κ. ἀλλ., τῆς κοιλίας Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 11, 5· γαστρὸς Νικ. Ἀλεξιφ. 20. ΙΙΙ. τὸ πρόσθιον [[μέρος]], ἡ [[ὄψις]], τὸ [[πρόσωπον]], [[μέτωπον]]: 1) ἐπὶ ὅπλων, τὸ [[ἄκρον]], ἡ [[αἰχμή]], κατὰ [[στόμα]] εἰμένα χαλκῷ Ἰλ. Ο. 389· ἡ ἀκμὴ ξίφους, Λατ. acies, τὸ στ. τῆς αἰχμῆς Φιλόστρ. 732, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 24, κτλ.· (ἀλλὰ [[ἡμαρτημένως]] λαμβάνεται οὕτω παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 651)· - [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ Λατ. acies, αἱ κατὰ [[μέτωπον]] τάξεις τῆς μάχης, τὸ [[μέτωπον]], οἱ ἀπὸ στόματος (ἀντίθετον τῷ ἀπὸ τῆς οὐρᾶς) Ξεν. Ἀν. 3. 4, 42 καὶ 43, πρβλ. Ἑλλ. 4. 3, 4· τὸ στ. τοῦ πλαισίου ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 4, 43, πρβλ. 5. 4, 22, Πολύβ. 10. 12, 7· ([[οὕτως]] [[ἴσως]] [[δέον]] νὰ ἑρμηνευθῇ τὸ στ. πολέμοιο, ὑσμίνης, ἴδε ἀνωτ. Ι. 1). 2) [[καθόλου]], [[ἄκρον]] στ. πύργων, ἡ [[ἄκρα]], τὸ [[χεῖλος]] ἢ ἡ κορυφὴ τῶν πύργων, Εὐρ. Φοίν. 1166· στ. πέπλου Παύλ. Σιλ. Ἄμβων 257· στ. σιδηροῦν κριοῦ Ἀρχ. Μαθ. 6C· - παρὰ Ξεν. ἐν Ἀγησ. 11, 15, πρὸς τῷ στόματι τοῦ βίου, εἰς τὸ [[χεῖλος]] ἢ ἀκρότατον [[σημεῖον]] τῆς ζωῆς. (Πρβλ. Ζενδ. ←taman (os). Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης γίνονται τὰ [[στόμαχος]], [[στόμιον]], [[στωμύλος]], κτλ.).
}}
{{elnl
|elnltext=στόμα -ατος, τό, Aeol. στύμα Theocr. 29.25 mond. als lichaamsdeel mond, van mensen; εἰς τὸ στόμα λαμβάνειν (iets) in de mond nemen Xen. Mem. 3.14.5; van dieren bek, muil:; κορέσαι στόμα hun bek (d.w.z. honger) te verzadigen Soph. Ph. 1156; overdr..; σ. πολέμοιο de muil van de oorlog Il. 10.8; poët. ook plur. met sing. bet. uitbr. gezicht:; ἐξεκυλίσθη πρηνὴς ἐπὶ στόμα hij rolde eruit voorover op zijn gezicht Il. 6.43; ἐπὶ στόμα πίπτειν zich voorover op zijn gezicht werpen Plut. Art. 29.11; κατὰ στόμα van voren, frontaal tegenover (elkaar); met gen..; κατὰ τὸ στόμα τοῦ διώκοντός τε καὶ φεύγοντος ὁ δικαστὴς... ἱζέσθω de rechter moet recht tegenover de aanklager en de aangeklaagde zitten Plat. Lg. 855d; voorzijde, front (van een leger). als orgaan van de spraak mond:; οἴγειν στόμα zijn mond openen Aeschl. PV 611; δάκνειν στόμα zich op de lippen bijten Soph. Tr. 977; σῖγ’ ἕξομεν στόμα wij zullen onze mond houden Eur. Hipp. 660; κατὰ τὸ στόμα ᾄδειν met de mond zoemen Aristoph. Nub. 159; uitdr. ἀνὰ στόμα ἔχειν de mond vol hebben van (d.w.z. het voortdurend hebben over, steeds praten over) = διὰ στόμα λέγειν of ἔχειν = ἐν στόμασι ἔχειν;; πᾶσι διὰ στόματος daar heeft iedereen het over Theocr. Id. 12.21; ἀπὸ στόματος λέγειν uit het hoofd spreken Plat. Tht. 142d; ἐξ ἑνὸς στόματος met één mond, met één stem.; στόμα πρὸς στόμα λαλῆσαι elkaar persoonlijk spreken NT 2 Io. 1.12. uitbr., wat uit de mond komt: stem, woord, taal:. ἀνόσιον στόμα oneerbiedige taal Soph. OC 981; τὸ θεῖον στόμα de goddelijke uitspraak Soph. OC 603; ἐγὼ … δώσω ὑμῖν στόμα καὶ σοφίαν ik zal jullie een stem en wijsheid geven NT Luc. 21.15. (uit)monding, van rivieren; mond, d.w.z. opening, uitgang, ingang, van baaien en golven etc.:; σ. τοῦ Πόντου de mond van de Pontos (d.w.z. de Bosporus); van een haven Od. 10.90; van een stad; ἑπτάπυλον στόμα de (ingang gevormd door de) zeven poorten Soph. Ant. 119; van gangen, straten en kanalen; ook van lichaamsdelen, bijv. van de baarmoeder. uiteinde; punt (van een wapen); bovenkant, top:. εἰς ἄκρον στόμα πύργων naar de bovenste rand van de poort Eur. Phoen. 1166.
}}
}}
{{etym
{{etym