Anonymous

ποτίζω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>ao.</i> ἐπότισα;<br />abreuver (la terre, les plantes, les bestiaux).<br />'''Étymologie:''' [[πότος]].
|btext=<i>ao.</i> ἐπότισα;<br />abreuver (la terre, les plantes, les bestiaux).<br />'''Étymologie:''' [[πότος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ποτίζω''': μέλλ. -ίσω, καὶ -ιῶ, ([[πότος]]) ὡς καὶ νῦν, δίδω εἴς τινα νὰ πίῃ, ἄκρητον ποτίσας Ἱππ. Ἀφ. 1260· ἐπότισεν... ὁ ἰατρὸς τὸ [[φάρμακον]] Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 8, 11. 2) μετὰ διπλῆς αἰτ., τοὺς ἵππους [[νέκταρ]] ἐπότισε, ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς [[νέκταρ]] νὰ πίωσι, Πλάτ. Φαῖδρ. 247Ε· μικρὸν [[ὕδωρ]] π. τινὰ Ἑβδ. (Γένεσ. ΚΔ΄, 17)· [[ποτήριον]] π. τινὰ Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 41, πρβλ. Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιβ΄, 13. 3) [[ποτίζω]] τὴν γῆν, [[Νεῖλος]] π. χθόνα Ἀνθ. Π. 1. 100, πρβλ. Ἑβδ. (Γέν. Β΄, 6)· π. τὰ φυόμενα Ξεν. Συμπ. 2, 25· [[ὡσαύτως]] [[ποτίζω]] ζῷα, ταύρως καὶ πόρτιας Θεόκρ. 1. 121. ― Παθ., ποτίζομαι, ἐπὶ φυτῶν, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 7, 3· ἐπὶ γῆς, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 27, κτλ. 4) π. οἴνῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 5128. 16.
|elnltext=ποτίζω [πότος] Dor. ptc. praes. ποτίσδων; perf. πεπότικα laten drinken, te drinken geven:; ἄκρητον onvermengde wijn Hp. Aph. 7.46; τὼς ταύρως καὶ πόρτιας ὧδε ποτίσδων de man die zijn stieren en kalveren te drinken geeft Theocr. Id. 1.121; met dubbele acc..; τοὺς ἵππους... νέκταρ ἐπότισεν hij geeft de paarden nectar te drinken Plat. Phaedr. 247e; ὃς... ἂν ποτίσῃ ὑμᾶς ποτήριον ὕδατος wie jullie een beker water te drinken geeft NT Marc. 9.41; overdr. pass.. πάντες ἓν πνεῦμα ἐποτίσθημεν wij zijn allen van één geest doordrenkt NT 1 Cor. 12.13. spec. besproeien, irrigeren:; ἐγὼ ἐφύτευσα, Ἀπολλῶς ἐπότισεν ik heb geplant, Apollos heeft besproeid NT 1 Cor. 3.6; pass.. ἐν τῇ... ποτιζόμενῃ ( χωρᾳ ) in goed geïrrigeerd land Luc. 54.27.
}}
{{elru
|elrutext='''ποτίζω:''' дор. [[ποτίσδω]]<br /><b class="num">1)</b> [[давать пить]], [[поить]] (τοὺς ἵππους π. τι Plat.; ταύρως καὶ πόρτιας Theocr.): π. τὸ [[φάρμακον]] Arst. дать выпить лекарства; [[γάλα]] τινὰ π. NT поить кого-л. молоком;<br /><b class="num">2)</b> [[орошать]], [[поливать]] (τὰ φυόμενα Xen.; χθόνα Anth.; φυτεύειν καὶ π. NT; αἱ ῥοιαὶ δι᾽ [[ὕδατος]] ποτιζόμεναι Arst.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''ποτίζω:''' Δωρ. [[ποτίσδω]] ([[πότος]]), μέλ. <i>-ίσω</i> και <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον να πιει, με [[διπλή]] αιτ., τοὺς ἵππους [[νέκταρ]] ἐπότισε, έδωσε στα άλογα [[νέκταρ]] να πιούν, σε Πλάτ.· [[ποτήριον]] [[ποτίζω]] τινά, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[ποτίζω]] τη γη, σε Ξεν.· [[ποτίζω]] τα ζώα, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ποτίζω:''' Δωρ. [[ποτίσδω]] ([[πότος]]), μέλ. <i>-ίσω</i> και <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον να πιει, με [[διπλή]] αιτ., τοὺς ἵππους [[νέκταρ]] ἐπότισε, έδωσε στα άλογα [[νέκταρ]] να πιούν, σε Πλάτ.· [[ποτήριον]] [[ποτίζω]] τινά, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[ποτίζω]] τη γη, σε Ξεν.· [[ποτίζω]] τα ζώα, σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ποτίζω:''' дор. [[ποτίσδω]]<br /><b class="num">1)</b> [[давать пить]], [[поить]] (τοὺς ἵππους π. τι Plat.; ταύρως καὶ πόρτιας Theocr.): π. τὸ [[φάρμακον]] Arst. дать выпить лекарства; [[γάλα]] τινὰ π. NT поить кого-л. молоком;<br /><b class="num">2)</b> [[орошать]], [[поливать]] (τὰ φυόμενα Xen.; χθόνα Anth.; φυτεύειν καὶ π. NT; αἱ ῥοιαὶ δι᾽ [[ὕδατος]] ποτιζόμεναι Arst.).
|lstext='''ποτίζω''': μέλλ. -ίσω, καὶ -ιῶ, ([[πότος]]) ὡς καὶ νῦν, δίδω εἴς τινα νὰ πίῃ, ἄκρητον ποτίσας Ἱππ. Ἀφ. 1260· ἐπότισεν... ὁ ἰατρὸς τὸ [[φάρμακον]] Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 8, 11. 2) μετὰ διπλῆς αἰτ., τοὺς ἵππους [[νέκταρ]] ἐπότισε, ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς [[νέκταρ]] νὰ πίωσι, Πλάτ. Φαῖδρ. 247Ε· μικρὸν [[ὕδωρ]] π. τινὰ Ἑβδ. (Γένεσ. ΚΔ΄, 17)· [[ποτήριον]] π. τινὰ Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 41, πρβλ. Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιβ΄, 13. 3) [[ποτίζω]] τὴν γῆν, [[Νεῖλος]] π. χθόνα Ἀνθ. Π. 1. 100, πρβλ. Ἑβδ. (Γέν. Β΄, 6)· π. τὰ φυόμενα Ξεν. Συμπ. 2, 25· [[ὡσαύτως]] [[ποτίζω]] ζῷα, ταύρως καὶ πόρτιας Θεόκρ. 1. 121. ― Παθ., ποτίζομαι, ἐπὶ φυτῶν, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 7, 3· ἐπὶ γῆς, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 27, κτλ. 4) π. οἴνῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 5128. 16.
}}
{{elnl
|elnltext=ποτίζω [πότος] Dor. ptc. praes. ποτίσδων; perf. πεπότικα laten drinken, te drinken geven:; ἄκρητον onvermengde wijn Hp. Aph. 7.46; ὁ τὼς ταύρως καὶ πόρτιας ὧδε ποτίσδων de man die zijn stieren en kalveren te drinken geeft Theocr. Id. 1.121; met dubbele acc..; τοὺς ἵππους... νέκταρ ἐπότισεν hij geeft de paarden nectar te drinken Plat. Phaedr. 247e; ὃς... ἂν ποτίσῃ ὑμᾶς ποτήριον ὕδατος wie jullie een beker water te drinken geeft NT Marc. 9.41; overdr. pass.. πάντες ἓν πνεῦμα ἐποτίσθημεν wij zijn allen van één geest doordrenkt NT 1 Cor. 12.13. spec. besproeien, irrigeren:; ἐγὼ ἐφύτευσα, Ἀπολλῶς ἐπότισεν ik heb geplant, Apollos heeft besproeid NT 1 Cor. 3.6; pass.. ἐν τῇ... ποτιζόμενῃ ( χωρᾳ ) in goed geïrrigeerd land Luc. 54.27.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj