Anonymous

συγκοινωνός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ός, όν :<br />qui participe à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κοινωνός]].
|btext=ός, όν :<br />qui participe à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κοινωνός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συγκοινωνός''': ὁ, ἡ, μετέχων τινὸς μετά τινος ἄλλου, τινος Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ια΄, 17, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. θ΄, 23· ἐν τῇ θλίψει Ἀποκάλ. α΄, 9.
|elnltext=συγκοινωνός -ή -όν [σύν, κοινωνός] deelhebbend aan, deelgenoot in, met gen., met ἐν + dat.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκοινωνός:''' ὁ [[сообщник]], [[соучастник]] (τινος и ἔν τινι NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''συγκοινωνός:''' -ή, -όν, αυτός που μετέχει από κοινού σε [[κάτι]], [[συμμέτοχος]], με γεν., σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''συγκοινωνός:''' -ή, -όν, αυτός που μετέχει από κοινού σε [[κάτι]], [[συμμέτοχος]], με γεν., σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγκοινωνός:''' ὁ [[сообщник]], [[соучастник]] (τινος и ἔν τινι NT).
|lstext='''συγκοινωνός''': ὁ, ἡ, ὁ μετέχων τινὸς μετά τινος ἄλλου, τινος Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ια΄, 17, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. θ΄, 23· ἐν τῇ θλίψει Ἀποκάλ. α΄, 9.
}}
{{elnl
|elnltext=συγκοινωνός -ή -όν [σύν, κοινωνός] deelhebbend aan, deelgenoot in, met gen., met ἐν + dat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj