Anonymous

στρόβος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> tourbillon, tournoiement;<br /><b>2</b> ceinture.<br />'''Étymologie:''' [[στρέφω]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> tourbillon, tournoiement;<br /><b>2</b> ceinture.<br />'''Étymologie:''' [[στρέφω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στρόβος''': , συστροβή, [[δίνη]], [[περιστροφή]]· παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 657, αἱ λέξεις ποιμένος κακοῦ στρόβῳ ἀναφέρονται εἰς τὸν ἀνεμοστρόβιλον [[ὅστις]] διεσκόρπισε τὰ πλοῖα ἀντὶ νὰ τὰ φυλάξῃ ἡνωμένα ὡς καλὸς ποιμὴν (πρβλ. στροβόω (Παθ.), [[στρόμβος]] 2)· ἀλλὰ πρβλ. Ἱκέτ. 767.
|elnltext=στρόβος -ου, ὁ [~ στρεβλός] het ronddraaien, werveling.
}}
{{elru
|elrutext='''στρόβος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[кружение]], [[беспорядочное движение]], [[смятение]] Aesch.;<br /><b class="num">2)</b> [[перевязь]], [[повязка]] (στρόβοι ζῶναί τε Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] [[στρόφος]]).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''στρόβος:''' ὁ ([[στρέφω]]), [[περιστροφή]] ή [[περιδίνηση]], [[στριφογύρισμα]], λέγεται για το [[αποτέλεσμα]] του ανεμοστρόβιλου, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''στρόβος:''' ὁ ([[στρέφω]]), [[περιστροφή]] ή [[περιδίνηση]], [[στριφογύρισμα]], λέγεται για το [[αποτέλεσμα]] του ανεμοστρόβιλου, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στρόβος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[кружение]], [[беспорядочное движение]], [[смятение]] Aesch.;<br /><b class="num">2)</b> [[перевязь]], [[повязка]] (στρόβοι ζῶναί τε Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] [[στρόφος]]).
|lstext='''στρόβος''': , συστροβή, [[δίνη]], [[περιστροφή]]· παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 657, αἱ λέξεις ποιμένος κακοῦ στρόβῳ ἀναφέρονται εἰς τὸν ἀνεμοστρόβιλον [[ὅστις]] διεσκόρπισε τὰ πλοῖα ἀντὶ νὰ τὰ φυλάξῃ ἡνωμένα ὡς καλὸς ποιμὴν (πρβλ. στροβόω (Παθ.), [[στρόμβος]] 2)· ἀλλὰ πρβλ. Ἱκέτ. 767.
}}
{{elnl
|elnltext=στρόβος -ου, ὁ [~ στρεβλός] het ronddraaien, werveling.
}}
}}
{{etym
{{etym