Anonymous

στυγερός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ά, όν :<br />haïssable, odieux ; horrible, affreux, terrible.<br />'''Étymologie:''' [[στύγος]].
|btext=ά, όν :<br />haïssable, odieux ; horrible, affreux, terrible.<br />'''Étymologie:''' [[στύγος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στῠγερός''': , -όν, ([[στυγέω]]) ποιητ. ἐπίθ., μεμισημένος, ἐβδελυγμένος, ἢ [[μισητός]], [[βδελυκτός]], συχν. παρ’ Ὁμ., Ἡσ. καὶ τοῖς Τραγικ., ἐπί τε προσώπων καὶ πραγμάτων, στ. Ἄιδης Ἰλ. Θ. 368, Ὀδ. Β. 135· [[δαίμων]], [[πόλεμος]], [[γάμος]], [[πένθος]], κτλ., Ὀδ. Ε. 396, Ἰλ. Δ. 240, κτλ.· [[μοῖρα]], μοῦσα Αἰσχύλ. Πέρσ. 909, Εὐμ. 308· [[γαῖα]] Σοφ. Φιλ. 1174· [[μάτηρ]] Εὐρ. Μήδ. 113. - ματὰ δοτ., [[πλήρης]] μίσους κατὰ τινος, στυγερὸς δὲ οἱ ἔπλετο θυμῷ, ἦτο [[πλήρης]] μίσους κατ’ [[αὐτοῦ]] ἐν τῇ καρδίᾳ, Ἰλ. Ξ. 158· [[ἀλλά]], [[λάθα]] Πιερίσι στ., μισητὴ εἰς αὐτούς, Σοφ. Ἀποσπ. 146. 2) μεμισημένος, [[μισητός]], [[ἄθλιος]], [[ἐλεεινός]], [[βίος]] ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1016· στ. πάθεα, στ. ἐγὼ Ἀριστοφ. Ἀχ. 1191, 1207 (πιθανῶς [[παρῳδία]])· [[πλοῦτος]]… θνάσκοντι στυγερώτατος Πινδ. Ο. 11 (10). 108. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ρῶς, πρὸς λύπην τινός, ἀθλίως, Ἰλ. Π. 723, Ὀδ. Ψ. 23, Σοφ. Φιλ. 166. - Παρ’ Ἡσύχ. «στυγηρὸς» διάφ. γραφ.
|elnltext=στυγερός -ά -όν, [στυγέω] poët. gehaat, afschuwelijk:. στυγεροῦ πολέμοιο van de verfoeilijke oorlog Il. 4.240; στυγεροὺς Ἐρινῦς de afschuwelijke Erinyën Od. 2.135. rampzalig, ongelukkig:. σ. ἐγώ ongelukkige ik! Aristoph. Ach. 1208.
}}
{{elru
|elrutext='''στῠγερός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ненавистный]], [[ужасный]] ([[Ἃιδης]] Hom.; [[γαῖα]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[злой]], [[жестокий]] ([[δαίμων]] Hom.; [[μοῖρα]] Aesch.; [[μάτηρ]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[злосчастный]], [[несчастный]] ([[βίος]] Soph.; πάθεα Arph.): στυγεροὶ μῦθοι [[Socrates]] ap. Plut. злые чары, проклятия.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''στῠγερός:''' -ά, -όν ([[στυγέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> ποιητ. επίθ., αυτός που μισείται, που προκαλεί αποτροπιασμό, που τον σιχαίνονται, [[μισητός]], [[αποκρουστικός]], [[αηδιαστικός]], [[σιχαμερός]], σε Όμηρ., Τραγ.· με δοτ., αυτός που τρέφει [[μίσος]] ή [[κακία]] [[εναντίον]] κάποιου· <i>στυγερὸς δέ οἱ ἔπλετο θυμῷ</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[μισητός]], [[άθλιος]], [[ελεεινός]], σε Σοφ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ρῶς</i>, προς [[λύπη]] κάποιου, άθλια, σε Όμηρ., Σοφ.
|lsmtext='''στῠγερός:''' -ά, -όν ([[στυγέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> ποιητ. επίθ., αυτός που μισείται, που προκαλεί αποτροπιασμό, που τον σιχαίνονται, [[μισητός]], [[αποκρουστικός]], [[αηδιαστικός]], [[σιχαμερός]], σε Όμηρ., Τραγ.· με δοτ., αυτός που τρέφει [[μίσος]] ή [[κακία]] [[εναντίον]] κάποιου· <i>στυγερὸς δέ οἱ ἔπλετο θυμῷ</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[μισητός]], [[άθλιος]], [[ελεεινός]], σε Σοφ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ρῶς</i>, προς [[λύπη]] κάποιου, άθλια, σε Όμηρ., Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στῠγερός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ненавистный]], [[ужасный]] ([[Ἃιδης]] Hom.; [[γαῖα]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[злой]], [[жестокий]] ([[δαίμων]] Hom.; [[μοῖρα]] Aesch.; [[μάτηρ]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[злосчастный]], [[несчастный]] ([[βίος]] Soph.; πάθεα Arph.): στυγεροὶ μῦθοι [[Socrates]] ap. Plut. злые чары, проклятия.
|lstext='''στῠγερός''': -ά, -όν, ([[στυγέω]]) ποιητ. ἐπίθ., μεμισημένος, ἐβδελυγμένος, ἢ [[μισητός]], [[βδελυκτός]], συχν. παρ’ Ὁμ., Ἡσ. καὶ τοῖς Τραγικ., ἐπί τε προσώπων καὶ πραγμάτων, στ. Ἄιδης Ἰλ. Θ. 368, Ὀδ. Β. 135· [[δαίμων]], [[πόλεμος]], [[γάμος]], [[πένθος]], κτλ., Ὀδ. Ε. 396, Ἰλ. Δ. 240, κτλ.· [[μοῖρα]], μοῦσα Αἰσχύλ. Πέρσ. 909, Εὐμ. 308· [[γαῖα]] Σοφ. Φιλ. 1174· [[μάτηρ]] Εὐρ. Μήδ. 113. - ματὰ δοτ., [[πλήρης]] μίσους κατὰ τινος, στυγερὸς δὲ οἱ ἔπλετο θυμῷ, ἦτο [[πλήρης]] μίσους κατ’ [[αὐτοῦ]] ἐν τῇ καρδίᾳ, Ἰλ. Ξ. 158· [[ἀλλά]], [[λάθα]] Πιερίσι στ., μισητὴ εἰς αὐτούς, Σοφ. Ἀποσπ. 146. 2) μεμισημένος, [[μισητός]], [[ἄθλιος]], [[ἐλεεινός]], [[βίος]] ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1016· στ. πάθεα, στ. ἐγὼ Ἀριστοφ. Ἀχ. 1191, 1207 (πιθανῶς [[παρῳδία]])· [[πλοῦτος]]… θνάσκοντι στυγερώτατος Πινδ. Ο. 11 (10). 108. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ρῶς, πρὸς λύπην τινός, ἀθλίως, Ἰλ. Π. 723, Ὀδ. Ψ. 23, Σοφ. Φιλ. 166. - Παρ’ Ἡσύχ. «στυγηρὸς» διάφ. γραφ.
}}
{{elnl
|elnltext=στυγερός -ά -όν, [στυγέω] poët. gehaat, afschuwelijk:. στυγεροῦ πολέμοιο van de verfoeilijke oorlog Il. 4.240; στυγεροὺς Ἐρινῦς de afschuwelijke Erinyën Od. 2.135. rampzalig, ongelukkig:. σ. ἐγώ ongelukkige ik! Aristoph. Ach. 1208.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στῠγερός, ή, όν [[στυγέω]]<br /><b class="num">I.</b> poet. adj. [[hated]], abominated, loathed, or [[hateful]], [[abominable]], [[loathsome]], Hom., Trag.:—c. dat. [[bearing]] [[hatred]] or [[malice]] [[towards]] one, στυγερὸς δέ οἱ ἔπλετο θυμῷ Il.<br /><b class="num">2.</b> [[hateful]], [[wretched]], [[miserable]], Soph., Ar.<br /><b class="num">II.</b> adv. -ρῶς, to one's [[sorrow]], [[miserably]], Hom., Soph.
|mdlsjtxt=στῠγερός, ή, όν [[στυγέω]]<br /><b class="num">I.</b> poet. adj. [[hated]], abominated, loathed, or [[hateful]], [[abominable]], [[loathsome]], Hom., Trag.:—c. dat. [[bearing]] [[hatred]] or [[malice]] [[towards]] one, στυγερὸς δέ οἱ ἔπλετο θυμῷ Il.<br /><b class="num">2.</b> [[hateful]], [[wretched]], [[miserable]], Soph., Ar.<br /><b class="num">II.</b> adv. -ρῶς, to one's [[sorrow]], [[miserably]], Hom., Soph.
}}
}}