Anonymous

συμβουλεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=donner un conseil, conseiller : τινί [[τι]] qch à qqn ; <i>avec un seul rég.</i> : σ. [[τι]] conseiller qch ; avec l'inf. : conseiller de;<br /><i><b>Moy.</b></i> συμβουλεύομαι délibérer avec : τινι avec qqn ; [[τι]] sur qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[βουλεύω]].
|btext=donner un conseil, conseiller : τινί [[τι]] qch à qqn ; <i>avec un seul rég.</i> : σ. [[τι]] conseiller qch ; avec l'inf. : conseiller de;<br /><i><b>Moy.</b></i> συμβουλεύομαι délibérer avec : τινι avec qqn ; [[τι]] sur qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[βουλεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμβουλεύω''': ὡς καὶ νῦν, δίδω συμβουλήν, τινί, ὡς τὸ Λατ. consulere alicui, [[μάλιστα]] ἐν χρήσει ἐπὶ ῥητόρων προτεινόντων γνώμην τινὰ εἰς τὸν λαόν, μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., [[συμβουλεύω]] τινὰ νὰ πράξῃ τι, Ἡρόδ. 1. 53, 59., 2. 107, Θουκ. 1. 65, κτλ. οὐ συμβουλεύων Ξέρξῃ στρατεύεσθαι, συμβουλεύων νὰ μή..., Ἡρόδ. 7. 46· ― σπανίως μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., [[συμβουλεύω]]... συμβῆναι ὑμᾶς [[ὥσπερ]] ὑπὸ διαιτητῶν ἡμῶν συμβιβαζόντων Πλάτ. Πρωτ. 337Ε. 2) καὶ [[ἄνευ]] τοῦ ἀπαρ., σ. τινί τι Ἡρόδ. 1. 71, κτλ.· τινὶ [[περί]] τινος Πλάτ. Πρωτ. 319D, κτλ.· εὖ σ. τινι Θέογν. 38· ― σ. τι, συνιστῶ τι, τὰ ἄριστα Ἡρόδ. 7. 237· χρηστόν τι Ἀριστοφ. Νεφ. 793· πορείαν Ξεν. Ἀν. 5. 6, 12, κτλ.· ἀλλὰ μετ’ αἰτιατ. συστοίχου, σ. συμβουλάς, [[παρέχω]] συμβουλάς, Πλάτ. Γοργ. 520D· ― Παθητ., συμβουλεύεταί τι, παρέχεται [[συμβουλή]], Πλάτ. Ἐπιστ. 330D· τὰ παρὰ τοῖς θεοῖς συμβουλευόμενα Ξεν. Κύρ. 1. 6, 2· τὰ συμβουλευθέντα Ἰσοκρ. 29C. 3) ἑπομένου ἀναφορικοῦ, σ. [[περί]] τινος ὡς... Ξεν. Πόροι 4, 30· σύμ μοι βούλευσον ποτέρην ἄγω Καλλ. Ἐπιγράμμ. 1. 5. 4) ἀπολ., δίδω συμβουλήν, [[συμβουλεύω]], Σοφ. Ο. Τ. 1370, κτλ.· ὁ συμβουλεύων ἢ -εύσας, ὡς καὶ νῦν, Λατ. auctor, suasor sententiae, Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 8, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 10· τὰ συμβουλεύοντα τῶν ποιημάτων, διδακτικὰ ποιήματα, Ἰσοκρ. 23Β. ΙΙ. Μέσ., ζητῶ συμβουλὴν [[παρά]] τινος, ζητῶ τὴν γνώμην [[αὐτοῦ]], τινι, Λατιν. consulere aliquem, Ἡρόδ. 2. 107, Πλάτ., κλπ.· τι Θουκ. 8. 68· σ. τι μετά τινος, συζητῶ τι μετά τινος, Ἀριστοφ. Νεφ. 475· ἀπολύτως, συσκέπτομαι, ἀλλ’ εἰ μὲν ἀνδρῶν προσδεῖ ἡμῖν... [[εἴτε]] καὶ μὴ [[αὖθις]] συμβουλευσόμεθα Ξεν. Κύρ. 2. 1, 7, κτλ. ― Ἔχομεν τὸ ἐνεργ. καὶ [[μέσον]] παρ’ ἄλληλα, συμβουλευομένου τε ἂν συμβουλεύσειε τὰ ἄριστα, καὶ ἂν τὸν συμβουλευθῇ, θὰ τὸν συμβουλεύσῃ τὰ ἄριστα (ὁ φίλος), Ἡρόδ. 7. 237· [τοῖς Ἕλλησι] ξυμβουλευομένοις ξυνεβούλευσεν αὐτοῖς τάδε Ξεν. Ἀν. 2. 1, 17. 2) = τῷ ἐνεργ., [[πολλάκις]] παρὰ τοῖς μεταγεν., ἴδε Δινδ. εἰς Διόδ. τ. 3, σ. 57.
|elnltext=συμβουλεύω, Att. ook ξυμβουλεύω [συμβουλή] act. abs. raadgeven, adviseren:; τὰ συμβουλεύοντα τῶν ποιημάτων de gedichten die raadgeven Isocr. 2.42; met dat. van pers. iem.; met περί + gen. over iets; met acc. v. h. inw. obj.: σ. συμβουλάς adviezen geven Plat. Grg. 520d; χρηστόν τι συμβουλεύσατε geef een nuttig advies Aristoph. Nub. 793. aanraden, adviseren: met acc..; πορείαν een route Xen. An. 5.6.12; met acc. en dat. van pers. iets (aan) iem.; met inf.:; οὐ συμβουλεύων Ξέρξῃ στρατεύεσθαι door Xerxes te adviseren om geen veldtocht te ondernemen Hdt. 7.46.1; met AcI; Plat. Prot. 337e; pass.. τὰ ὑπ’ ἐμοῦ συμβουλευθέντα wat door mij is aangeraden Isocr. 3.13. med. overleggen (met), beraadslagen (met); met dat., met μετά + gen. met iem.; met acc. over iets:; ἄξια σῇ φρενὶ συμβουλευσομένους μετὰ σοῦ om zaken met je te overleggen die jouw brein waardig zijn Aristoph. Nub. 475; een plan beramen, met ἵνα + conj..; NT Mt. 26.4; met inf.. NT Act. Ap. 9.23. om advies vragen, raadplegen: met dat. iem.; met acc. over iets; ellipt..; συμβουλευομένου τε ἂν συμβουλεύσειε τὰ ἄριστα en als de een (de ander) om advies vraagt, geeft de ander hem het beste advies Hdt. 7.237.3;
}}
{{elru
|elrutext='''συμβουλεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[давать совет]], [[советовать]] (τινί τι Her. и περί τινος Plat.; σ. τινὶ - реже τινὰ Plat. - ποιεῖν τι Her., Thuc.): οὐ σ. τινὶ ποιεῖν τι Her. отговаривать кого-л. от чего-л.; συμβουλὰς σ. Plat. давать советы; τὰ [[παρά]] τινος συμβουλευόμενα Xen. подаваемые кем-л. советы; τὰ συμβουλεύοντα τῶν ποιημάτων Isocr. назидательные поэмы;<br /><b class="num">2)</b> med. [[советоваться]], [[совещаться]], [[просить совета]]: συμβουλεύεσθαί τι [[μετά]] τινος Arph. или περί τινός τινι Plat. советоваться с кем-л. о чем-л.;<br /><b class="num">3)</b> aor. med. прийти к соглашению, договориться (συνεβουλεύσαντο [[ἀνελεῖν]] αὐτόν NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''συμβουλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παρέχω]] [[συμβουλή]], [[παραινώ]], [[συμβουλεύω]], [[ορμηνεύω]], Λατ. cnsulere alicui, με δοτ. προσ. και απαρ., [[παραινώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], τον [[προτρέπω]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[χωρίς]] απαρ., [[συμβουλεύω]] τινί τι, σε Ηρόδ., Πλάτ.· [[συμβουλεύω]] τι, [[συνιστώ]], [[υποδεικνύω]] ένα μέτρο, μια [[ρύθμιση]], σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., <i>τὰ συμβεβουλευμένα</i>, [[συμβουλή]] που έχει παρασχεθεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[παρέχω]] [[συμβουλή]], [[παραινώ]], [[συνιστώ]], σε Σοφ.· <i>ὁσυμβουλεύων</i> ή <i>-εύσας</i>, αυτός που παρέχει συμβουλές, [[σύμβουλος]], [[εισηγητής]], Λατ. [[auctor]] sententiae, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[συνδιασκέπτομαι]] με κάποιον, δηλ. ζητώ τη [[συμβουλή]] του, Λατ. consulere aliquem, με δοτ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., [[παρέχω]] [[συμβουλή]], [[παραινώ]], [[συνιστώ]], [[προτρέπω]], σε Ξεν.
|lsmtext='''συμβουλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παρέχω]] [[συμβουλή]], [[παραινώ]], [[συμβουλεύω]], [[ορμηνεύω]], Λατ. cnsulere alicui, με δοτ. προσ. και απαρ., [[παραινώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], τον [[προτρέπω]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[χωρίς]] απαρ., [[συμβουλεύω]] τινί τι, σε Ηρόδ., Πλάτ.· [[συμβουλεύω]] τι, [[συνιστώ]], [[υποδεικνύω]] ένα μέτρο, μια [[ρύθμιση]], σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., <i>τὰ συμβεβουλευμένα</i>, [[συμβουλή]] που έχει παρασχεθεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[παρέχω]] [[συμβουλή]], [[παραινώ]], [[συνιστώ]], σε Σοφ.· <i>ὁσυμβουλεύων</i> ή <i>-εύσας</i>, αυτός που παρέχει συμβουλές, [[σύμβουλος]], [[εισηγητής]], Λατ. [[auctor]] sententiae, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[συνδιασκέπτομαι]] με κάποιον, δηλ. ζητώ τη [[συμβουλή]] του, Λατ. consulere aliquem, με δοτ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., [[παρέχω]] [[συμβουλή]], [[παραινώ]], [[συνιστώ]], [[προτρέπω]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμβουλεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[давать совет]], [[советовать]] (τινί τι Her. и περί τινος Plat.; σ. τινὶ - реже τινὰ Plat. - ποιεῖν τι Her., Thuc.): οὐ σ. τινὶ ποιεῖν τι Her. отговаривать кого-л. от чего-л.; συμβουλὰς σ. Plat. давать советы; τὰ [[παρά]] τινος συμβουλευόμενα Xen. подаваемые кем-л. советы; τὰ συμβουλεύοντα τῶν ποιημάτων Isocr. назидательные поэмы;<br /><b class="num">2)</b> med. [[советоваться]], [[совещаться]], [[просить совета]]: συμβουλεύεσθαί τι [[μετά]] τινος Arph. или περί τινός τινι Plat. советоваться с кем-л. о чем-л.;<br /><b class="num">3)</b> aor. med. прийти к соглашению, договориться (συνεβουλεύσαντο [[ἀνελεῖν]] αὐτόν NT).
|lstext='''συμβουλεύω''': ὡς καὶ νῦν, δίδω συμβουλήν, τινί, ὡς τὸ Λατ. consulere alicui, [[μάλιστα]] ἐν χρήσει ἐπὶ ῥητόρων προτεινόντων γνώμην τινὰ εἰς τὸν λαόν, μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., [[συμβουλεύω]] τινὰ νὰ πράξῃ τι, Ἡρόδ. 1. 53, 59., 2. 107, Θουκ. 1. 65, κτλ. οὐ συμβουλεύων Ξέρξῃ στρατεύεσθαι, συμβουλεύων νὰ μή..., Ἡρόδ. 7. 46· ― σπανίως μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., [[συμβουλεύω]]... συμβῆναι ὑμᾶς [[ὥσπερ]] ὑπὸ διαιτητῶν ἡμῶν συμβιβαζόντων Πλάτ. Πρωτ. 337Ε. 2) καὶ [[ἄνευ]] τοῦ ἀπαρ., σ. τινί τι Ἡρόδ. 1. 71, κτλ.· τινὶ [[περί]] τινος Πλάτ. Πρωτ. 319D, κτλ.· εὖ σ. τινι Θέογν. 38· ― σ. τι, συνιστῶ τι, τὰ ἄριστα Ἡρόδ. 7. 237· χρηστόν τι Ἀριστοφ. Νεφ. 793· πορείαν Ξεν. Ἀν. 5. 6, 12, κτλ.· ἀλλὰ μετ’ αἰτιατ. συστοίχου, σ. συμβουλάς, [[παρέχω]] συμβουλάς, Πλάτ. Γοργ. 520D· ― Παθητ., συμβουλεύεταί τι, παρέχεται [[συμβουλή]], Πλάτ. Ἐπιστ. 330D· τὰ παρὰ τοῖς θεοῖς συμβουλευόμενα Ξεν. Κύρ. 1. 6, 2· τὰ συμβουλευθέντα Ἰσοκρ. 29C. 3) ἑπομένου ἀναφορικοῦ, σ. [[περί]] τινος ὡς... Ξεν. Πόροι 4, 30· σύμ μοι βούλευσον ποτέρην ἄγω Καλλ. Ἐπιγράμμ. 1. 5. 4) ἀπολ., δίδω συμβουλήν, [[συμβουλεύω]], Σοφ. Ο. Τ. 1370, κτλ.· ὁ συμβουλεύων ἢ -εύσας, ὡς καὶ νῦν, Λατ. auctor, suasor sententiae, Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 8, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 10· τὰ συμβουλεύοντα τῶν ποιημάτων, διδακτικὰ ποιήματα, Ἰσοκρ. 23Β. ΙΙ. Μέσ., ζητῶ συμβουλὴν [[παρά]] τινος, ζητῶ τὴν γνώμην [[αὐτοῦ]], τινι, Λατιν. consulere aliquem, Ἡρόδ. 2. 107, Πλάτ., κλπ.· τι Θουκ. 8. 68· σ. τι μετά τινος, συζητῶ τι μετά τινος, Ἀριστοφ. Νεφ. 475· ἀπολύτως, συσκέπτομαι, ἀλλ’ εἰ μὲν ἀνδρῶν προσδεῖ ἡμῖν... [[εἴτε]] καὶ μὴ [[αὖθις]] συμβουλευσόμεθα Ξεν. Κύρ. 2. 1, 7, κτλ. ― Ἔχομεν τὸ ἐνεργ. καὶ [[μέσον]] παρ’ ἄλληλα, συμβουλευομένου τε ἂν συμβουλεύσειε τὰ ἄριστα, καὶ ἂν τὸν συμβουλευθῇ, θὰ τὸν συμβουλεύσῃ τὰ ἄριστα (ὁ φίλος), Ἡρόδ. 7. 237· [τοῖς Ἕλλησι] ξυμβουλευομένοις ξυνεβούλευσεν αὐτοῖς τάδε Ξεν. Ἀν. 2. 1, 17. 2) = τῷ ἐνεργ., [[πολλάκις]] παρὰ τοῖς μεταγεν., ἴδε Δινδ. εἰς Διόδ. τ. 3, σ. 57.
}}
{{elnl
|elnltext=συμβουλεύω, Att. ook ξυμβουλεύω [συμβουλή] act. abs. raadgeven, adviseren:; τὰ συμβουλεύοντα τῶν ποιημάτων de gedichten die raadgeven Isocr. 2.42; met dat. van pers. iem.; met περί + gen. over iets; met acc. v. h. inw. obj.: σ. συμβουλάς adviezen geven Plat. Grg. 520d; χρηστόν τι συμβουλεύσατε geef een nuttig advies Aristoph. Nub. 793. aanraden, adviseren: met acc..; πορείαν een route Xen. An. 5.6.12; met acc. en dat. van pers. iets (aan) iem.; met inf.:; οὐ συμβουλεύων Ξέρξῃ στρατεύεσθαι door Xerxes te adviseren om geen veldtocht te ondernemen Hdt. 7.46.1; met AcI; Plat. Prot. 337e; pass.. τὰ ὑπ’ ἐμοῦ συμβουλευθέντα wat door mij is aangeraden Isocr. 3.13. med. overleggen (met), beraadslagen (met); met dat., met μετά + gen. met iem.; met acc. over iets:; ἄξια σῇ φρενὶ συμβουλευσομένους μετὰ σοῦ om zaken met je te overleggen die jouw brein waardig zijn Aristoph. Nub. 475; een plan beramen, met ἵνα + conj..; NT Mt. 26.4; met inf.. NT Act. Ap. 9.23. om advies vragen, raadplegen: met dat. iem.; met acc. over iets; ellipt..; συμβουλευομένου τε ἂν συμβουλεύσειε τὰ ἄριστα en als de een (de ander) om advies vraagt, geeft de ander hem het beste advies Hdt. 7.237.3;
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj