Anonymous

στέρομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>seul. prés., impf. et fut.</i><br />être privé de, gén..<br />'''Étymologie:''' cf. [[στερέω]], [[στερίσκω]].
|btext=<i>seul. prés., impf. et fut.</i><br />être privé de, gén..<br />'''Étymologie:''' cf. [[στερέω]], [[στερίσκω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στέρομαι''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., οἱ δὲ ἄλλοι χρόνοι παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ στερέομαι (ἴδε τὴν λέξιν)· - εἶμαι [[ἄνευ]] τινὸς πράγματος, ἔχω ἔλλειψίν τινος, χάνω, Λατ. carere, νίκης τε στέρεται Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 209· στέρεσθαι τῆς χώρης Ἡρόδ. 8. 140, 1· στερομέναν φίλων Αἰσχύλ. Πέρσ. 371· [[στέρομαι]] δ’ οἴκων στ. παίδων Εὐρ. Ἴων 865· φίλτρων [[στέρομαι]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1309· στερόμενος ὦν ὁ θεὸς ἔδωκεν Ἀντιφῶν 125. 27· στερέσθω τῆς ἀρχῆς Πλάτ. Νόμ. 948Α· [[ὅπως]] ἂν .. τῶν αὐτῶν στέρωνται ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 433Ε, κτλ.· - ἀπολ., χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι Σοφ. Τρ. 136· ὑπὸ Ἀγησιγάου στέρεσθαι οὐδεὶς οὐδὲν [[πώποτε]] ἐνεκάλεσε Ξεν. Ἀγησ. 4, 1.
|elnltext=στέρομαι [~ στερέω] beroofd worden of zijn van, met gen.. νίκης στέρεται hij wordt van de overwinning beroofd Hes. Op. 211; οἰκείων στέρεσθαι beroofd te zijn van hun eigendom Thuc. 1.70.7; στερέσθω τῆς ἀρχῆς dan moet hij beroofd worden van zijn ambt Plat. Lg. 948a.
}}
{{elru
|elrutext='''στέρομαι:''' (только praes. и impf.) быть лишенным, лишиться, не иметь (τινος Her., Trag.): νίκης σ. Hes. (в знач. pf.) не одержать победы; χαίρειν τε καὶ σ. Soph. то радость, то лишения.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''στέρομαι:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., <i>στερέομαι</i>, έχω [[έλλειψη]] κάποιου πράγματος, στερούμαι, δεν έχω [[επάρκεια]] σε, Λατ. carere, με γεν., σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., [[υποφέρω]] [[απώλεια]], σε Σοφ., Ξεν.
|lsmtext='''στέρομαι:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., <i>στερέομαι</i>, έχω [[έλλειψη]] κάποιου πράγματος, στερούμαι, δεν έχω [[επάρκεια]] σε, Λατ. carere, με γεν., σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., [[υποφέρω]] [[απώλεια]], σε Σοφ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στέρομαι:''' (только praes. и impf.) быть лишенным, лишиться, не иметь (τινος Her., Trag.): νίκης σ. Hes. (в знач. pf.) не одержать победы; χαίρειν τε καὶ σ. Soph. то радость, то лишения.
|lstext='''στέρομαι''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., οἱ δὲ ἄλλοι χρόνοι παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ στερέομαι (ἴδε τὴν λέξιν)· - εἶμαι [[ἄνευ]] τινὸς πράγματος, ἔχω ἔλλειψίν τινος, χάνω, Λατ. carere, νίκης τε στέρεται Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 209· στέρεσθαι τῆς χώρης Ἡρόδ. 8. 140, 1· στερομέναν φίλων Αἰσχύλ. Πέρσ. 371· [[στέρομαι]] δ’ οἴκων στ. παίδων Εὐρ. Ἴων 865· φίλτρων [[στέρομαι]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1309· στερόμενος ὦν ὁ θεὸς ἔδωκεν Ἀντιφῶν 125. 27· στερέσθω τῆς ἀρχῆς Πλάτ. Νόμ. 948Α· [[ὅπως]] ἂν .. τῶν αὐτῶν στέρωνται ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 433Ε, κτλ.· - ἀπολ., χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι Σοφ. Τρ. 136· ὑπὸ Ἀγησιγάου στέρεσθαι οὐδεὶς οὐδὲν [[πώποτε]] ἐνεκάλεσε Ξεν. Ἀγησ. 4, 1.
}}
{{elnl
|elnltext=στέρομαι [~ στερέω] beroofd worden of zijn van, met gen.. νίκης στέρεται hij wordt van de overwinning beroofd Hes. Op. 211; οἰκείων στέρεσθαι beroofd te zijn van hun eigendom Thuc. 1.70.7; στερέσθω τῆς ἀρχῆς dan moet hij beroofd worden van zijn ambt Plat. Lg. 948a.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj