Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμμύω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=se rapprocher, se fermer <i>en parl. des paupières, des lèvres ; en parl. de pers.</i> avoir les yeux fermés.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μύω]].
|btext=se rapprocher, se fermer <i>en parl. des paupières, des lèvres ; en parl. de pers.</i> avoir les yeux fermés.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμμύω''': μέλλ. -ύσω, συγκλείομαι, κλείομαι, ἐπὶ τραυμάτων ἢ ἑλκῶν, σὺν δ’ ἕλκεα πάντα μέμυκε Ἰλ. Ω. 420· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν βλεφάρων καὶ τῶν χειλέων, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β, Τίμ. 45Ε· καὶ ἐπὶ ἀνθρώπου, [[κάτω]] συμμεμυκώς, [[ἐστραμμένος]] πρὸς τὰ [[κάτω]] μὲ κλειστοὺς τοὺς ὀφθαλμούς, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 529Β ([[ἐντεῦθεν]], σιωπῶ, Πολύβ. 31. 8, 8)· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἄλλων ἀνοιγμάτων, [[οἷον]] ἐπὶ τοῦ στομίου τῆς μήτρας ἐγκύων γυναικῶν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 1255, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 4, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῶν πόρων, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β· ἐπὶ διθύρου ὀστρακοδέρμου, Ἐπίχ. 23 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 32· ἐπὶ φυτῶν καὶ ἀνθέων, Θεόφρ., κλπ.
|elnltext=συμ-μύω zich sluiten, dichtgaan:. σύν … ἕλκεα πάντα μέμυκεν de wonden zijn allemaal dichtgegaan Il. 24.420; συμμεμυκώς met gesloten mond Plat. Resp. 529b.
}}
{{elru
|elrutext='''συμμύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[закрываться]] (σὺν δ᾽ ἕλκεα πάντα μέμυκε Hom.; [[ὅταν]] τὰ βλέφαρα συμμύσῃ Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[держать глаза закрытыми]]: [[κάτω]] συμμεμυκώς Plat. склонившись вниз с закрытыми глазами;<br /><b class="num">3)</b> держать рот закрытым, т. е. молчать: συμμύσαντες Polyb. безмолвные или молча.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συμμύω:''' μέλ. <i>-μύσω</i>, [[κλείνω]] μαζί, [[κλείνω]] εντελώς, είμαι εντελώς κλεισμένος, λέγεται για τραύματα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>συμμεμυκώς</i>, αυτός που έχει τα μάτια του [[κλειστά]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''συμμύω:''' μέλ. <i>-μύσω</i>, [[κλείνω]] μαζί, [[κλείνω]] εντελώς, είμαι εντελώς κλεισμένος, λέγεται για τραύματα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>συμμεμυκώς</i>, αυτός που έχει τα μάτια του [[κλειστά]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμμύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[закрываться]] (σὺν δ᾽ ἕλκεα πάντα μέμυκε Hom.; [[ὅταν]] τὰ βλέφαρα συμμύσῃ Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[держать глаза закрытыми]]: [[κάτω]] συμμεμυκώς Plat. склонившись вниз с закрытыми глазами;<br /><b class="num">3)</b> держать рот закрытым, т. е. молчать: συμμύσαντες Polyb. безмолвные или молча.
|lstext='''συμμύω''': μέλλ. -ύσω, συγκλείομαι, κλείομαι, ἐπὶ τραυμάτων ἢ ἑλκῶν, σὺν δ’ ἕλκεα πάντα μέμυκε Ἰλ. Ω. 420· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν βλεφάρων καὶ τῶν χειλέων, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β, Τίμ. 45Ε· καὶ ἐπὶ ἀνθρώπου, [[κάτω]] συμμεμυκώς, [[ἐστραμμένος]] πρὸς τὰ [[κάτω]] μὲ κλειστοὺς τοὺς ὀφθαλμούς, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 529Β ([[ἐντεῦθεν]], σιωπῶ, Πολύβ. 31. 8, 8)· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἄλλων ἀνοιγμάτων, [[οἷον]] ἐπὶ τοῦ στομίου τῆς μήτρας ἐγκύων γυναικῶν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 1255, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 4, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῶν πόρων, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β· ἐπὶ διθύρου ὀστρακοδέρμου, Ἐπίχ. 23 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 32· ἐπὶ φυτῶν καὶ ἀνθέων, Θεόφρ., κλπ.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-μύω zich sluiten, dichtgaan:. σύν … ἕλκεα πάντα μέμυκεν de wonden zijn allemaal dichtgegaan Il. 24.420; συμμεμυκώς met gesloten mond Plat. Resp. 529b.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -μύσω<br />to be [[shut]] up, to [[close]], be closed, of wounds, Il.; συμμεμυκώς with closed eyes, Plat.
|mdlsjtxt=fut. -μύσω<br />to be [[shut]] up, to [[close]], be closed, of wounds, Il.; συμμεμυκώς with closed eyes, Plat.
}}
}}