Anonymous

συμμαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=être fou avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μαίνομαι]].
|btext=être fou avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μαίνομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμμαίνομαι''': μετὰ πρκμ. β΄ συμμέμηνα· ἀόρ. συνεμάνην []. ― Παθητ., [[μαίνομαι]] [[ὁμοῦ]], συγκοινωνῶ τῆς μανίας τινός, τινι, μετά τινος ἄλλου, Λουκ. π. Ὀρχ. 83· σ. τοῖς μαινομένοις, παροιμ. παρὰ Σουΐδ.· ἀπολ., Μένανδρ. ἐν «Πωλουμένοις» 2.
|elnltext=συμ-μαίνομαι samen (met...) waanzinnig zijn, met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''συμμαίνομαι:''' (pf. 2 συμμέμηνα)<br /><b class="num">1)</b> [[вместе безумствовать]], [[вместе неистовствовать]]: σ. τῷ Αἴαντι Luc. безумствовать вместе с Эантом;<br /><b class="num">2)</b> [[вместе шалить]], [[дурачиться]]: καὶ συμμανῆναι δ᾽ [[ἔνια]] [[δεῖ]] Men. иногда нужно и подурачиться (с друзьями).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συμμαίνομαι:''' αόρ. βʹ συνεμάνην [ᾰ] — Παθ., με αμτβ. Ενεργ. παρακ. <i>συμμέμηνα</i>· τρελαίνομαι από κοινού με κάποιον, μοιράζομαι τη [[μανία]] κάποιου, <i>τινι</i>, με κάποιον, σε Λουκ.
|lsmtext='''συμμαίνομαι:''' αόρ. βʹ συνεμάνην [ᾰ] — Παθ., με αμτβ. Ενεργ. παρακ. <i>συμμέμηνα</i>· τρελαίνομαι από κοινού με κάποιον, μοιράζομαι τη [[μανία]] κάποιου, <i>τινι</i>, με κάποιον, σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμμαίνομαι:''' (pf. 2 συμμέμηνα)<br /><b class="num">1)</b> [[вместе безумствовать]], [[вместе неистовствовать]]: σ. τῷ Αἴαντι Luc. безумствовать вместе с Эантом;<br /><b class="num">2)</b> [[вместе шалить]], [[дурачиться]]: καὶ συμμανῆναι δ᾽ [[ἔνια]] [[δεῖ]] Men. иногда нужно и подурачиться (с друзьями).
|lstext='''συμμαίνομαι''': μετὰ πρκμ. β΄ συμμέμηνα· ἀόρ. συνεμάνην []. ― Παθητ., [[μαίνομαι]] [[ὁμοῦ]], συγκοινωνῶ τῆς μανίας τινός, τινι, μετά τινος ἄλλου, Λουκ. π. Ὀρχ. 83· σ. τοῖς μαινομένοις, παροιμ. παρὰ Σουΐδ.· ἀπολ., Μένανδρ. ἐν «Πωλουμένοις» 2.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-μαίνομαι samen (met...) waanzinnig zijn, met dat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor. 2 συνεμάνην intr. perf. act. συμμέμηνα<br />Pass., to be mad [[together]], [[join]] in [[madness]], τινι with one, Luc.
|mdlsjtxt=aor. 2 συνεμάνην intr. perf. act. συμμέμηνα<br />Pass., to be mad [[together]], [[join]] in [[madness]], τινι with one, Luc.
}}
}}