3,277,002
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> se tenir debout;<br /><b>2</b> affirmer, promettre ; τινι à qqn, avec l'inf..<br />'''Étymologie:''' R. Στυ, se tenir debout ; cf. R. Στα, v. [[ἵστημι]]. | |btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> se tenir debout;<br /><b>2</b> affirmer, promettre ; τινι à qqn, avec l'inf..<br />'''Étymologie:''' R. Στυ, se tenir debout ; cf. R. Στα, v. [[ἵστημι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=στεῦμαι, 3 sing. στεῦται, imperf. 3 sing. στεῦτο, te kennen geven, beweren, verzekeren, dreigen, met inf. (meestal inf. fut. ); στεῦτ’ ἀγορεύων Τρωσὶ μαχήσεσθαι hij verzekerde dat hij tegen de Trojanen zou gaan vechten Il. 5.832; στεῦται … νηῶν ἀποκόψειν ἄκρα κόρυμβα hij dreigt dat hij van de schepen de ornamenten aan het uiteinde zal afslaan Il. 9.241; met inf. aor..; στεῦται … Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι... ζωοῦ hij beweert over Odysseus gehoord te hebben, nog levend en wel Od. 17.525; met pred. ptc.. στεῦτο … διψάων hij maakte duidelijk dat hij dorst had (onzeker) Od. 11.584. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στεῦμαι:''' [[ἵστημι]] (только 3 л. sing. и pl. praes. и impf.)<br /><b class="num">1)</b> [[стоять]], [[находиться]]: στεῦτο δὲ διψάων Hom. (Тантал) стоял томимый жаждой;<br /><b class="num">2)</b> [[утверждать]], [[сулить]] (στεῦται γάρ τι [[ἔπος]] ἐρέειν Hom.): στεῦνται ζυγὸν ἀμφιβαλεῖν δούλιον Ἑλλάδι Aesch. (жители Тмола) уверяют, что наденут ярмо рабства на Элладу; στεῦτ᾽ ἀγορεύων Τρωσὶ μαχήσεσθαι Hom. (Арей) дал клятву, что будет сражаться против троянцев. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''στεῦμαι:''' αποθ., σε [[χρήση]] στον Όμηρ.· μόνο σε γʹ ενικ. ενεστ. και παρατ. <i>στεῦται</i>, <i>στεῦτο</i>, και [[άπαξ]], σε Αισχύλ.· γʹ πληθ. <i>στεῦνται</i>· με απαρ. μέλ. [[προσποιούμαι]] σαν να ήθελα να..., [[υπόσχομαι]] ή [[απειλώ]] ότι θα..., σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, με απαρ. αορ., <i>στεῦται ἀκοῦσαι</i>, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, <i>στεῦται ἀμφιβαλεῖν</i>, σε Αισχύλ.· απόλ., <i>στεῦτο</i>, κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''στεῦμαι:''' αποθ., σε [[χρήση]] στον Όμηρ.· μόνο σε γʹ ενικ. ενεστ. και παρατ. <i>στεῦται</i>, <i>στεῦτο</i>, και [[άπαξ]], σε Αισχύλ.· γʹ πληθ. <i>στεῦνται</i>· με απαρ. μέλ. [[προσποιούμαι]] σαν να ήθελα να..., [[υπόσχομαι]] ή [[απειλώ]] ότι θα..., σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, με απαρ. αορ., <i>στεῦται ἀκοῦσαι</i>, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, <i>στεῦται ἀμφιβαλεῖν</i>, σε Αισχύλ.· απόλ., <i>στεῦτο</i>, κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''στεῦμαι''': Ἐπικ. ἀποθ., ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. τοῦ ἐνεστ. καὶ παρατ., στεῦται, στεῦτο, καὶ [[ἅπαξ]] παρ’ Αἰσχύλ. ἐν τῷ γ΄ πληθ. στεῦνται· α΄ ἑνικ. [[στεῦμαι]] μόνον ἐν τοῖς Ὀρφ. Λιθ. 82. Ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε μετ’ ἀπαρεμφ. μέλλ., προσποιοῦμαι ὡς ἐὰν [[ἤθελον]] ..., ὑπόσχομαι ἢ ἀπειλῶ ὅτι θά ..., στεῦται γάρ τι [[ἔπος]] ἐρέειν Ἰλ. Γ. 83· στεῦτο γὰρ ... νικησέμεν Β. 597· στεῦται γὰρ [[νηῶν]] ἀποκόψειν [[ἄκρα]] κόρυμβα Ι. 241· στεῦτο γὰρ. οἰσέμεν [[ἔντεα]] καλὰ Σ. 191· στεῦτο... ἀπολεψέμεν οὔατα χαλκῷ Φ. 455· ἐμοί τε καὶ Ἡρῃ στεῦτ’ ἀγορεύων Τρωσὶ μαχήσεσθαι Ε. 832· [[ἅπαξ]] μετ’ ἀπαρ. ἀορ., στεῦται δ’ Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι Ὀδ. Ρ. 525· οὕτω, στεῦται .... ζυγὸν ἀμφιβαλεῖν δούλιον Ἑλλάδι Αἰσχύλ. Πέρσ. 49· μετ’ ἀπαρ. ἐνεστ., στεῦται δ' Ἡλίου [[γόνος]] ἔμμεναι, καυχᾶται ὅτι [[εἶναι]] ..., Ἀπολλ. Ρόδ. 1204· - ἀπολ., [[ἅπαξ]] ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ, στεῦτο δὲ διψάων, πιέειν δ’ οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι, κατέβαλλε προσπαθείας ἐν τῇ δίψῃ του, Λ. 584. (Ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ΣΤΥ, ΣΤΕϜ, ἴδε ἐν λέξ. [[στύω]], [[στῦλος]]· [[ὥστε]] ἡ πρώτη [[σημασία]] θὰ ἦτο, ὑψοῦμαι, [[ἀνεγείρω]] ἢ ἀνορθώνω ἐμαυτόν, [[ἀγωνίζομαι]], [[καταβάλλω]] προσπαθείας· καὶ [[οὕτως]] ἐλαμβάνετο παρ’ Ἀριστάρχῳ, κατὰ διάνοιαν ὡρίζετο, οὐκ ἐπὶ τῆς τῶν ποδῶν στάσεως Σχόλ. Ἑνετ. εἰς Ἰλ. Β. 597, πρβλ. Ἀπολλων. Λεξ., Ἡσύχ.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[used by Hom. only in 3rd sg. pres. and imperf. στεῦται, στεῦτο, and [[once]] by Aesch. in 3rd pl. στεῦνται]<br />Dep., to make as if one would, to [[promise]] or [[threaten]] that one [[will]], Il.; also with aor. inf., στεῦται ἀκοῦσαι Od.; so, στεῦται ἀμφιβαλεῖν Aesch.: —absol., στεῦτο he made [[eager]] efforts, Od. [deriv. uncertain] | |mdlsjtxt=[used by Hom. only in 3rd sg. pres. and imperf. στεῦται, στεῦτο, and [[once]] by Aesch. in 3rd pl. στεῦνται]<br />Dep., to make as if one would, to [[promise]] or [[threaten]] that one [[will]], Il.; also with aor. inf., στεῦται ἀκοῦσαι Od.; so, στεῦται ἀμφιβαλεῖν Aesch.: —absol., στεῦτο he made [[eager]] efforts, Od. [deriv. uncertain] | ||
}} | }} |