Anonymous

συμμαχέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />assister dans un combat :<br /><b>1</b> être allié de guerre;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> assister, secourir, τινι ; <i>Pass.</i> συμμαχεῖσθαι [[ὑπό]] τινος LUC être secouru par qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύμμαχος]].
|btext=-ῶ :<br />assister dans un combat :<br /><b>1</b> être allié de guerre;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> assister, secourir, τινι ; <i>Pass.</i> συμμαχεῖσθαι [[ὑπό]] τινος LUC être secouru par qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύμμαχος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμμᾰχέω''': εἶμαι [[σύμμαχος]], εἶμαι συνδεδεμένος διὰ συμμαχίας, τίνι τρόπῳ δὲ συμμαχεῖ; Αἰσχύλ. Πέρσ. 793, Θουκ. 1, 35., 7. 50· οὐ ξ., ἀλλὰ ξυναδικεῖν, συμμαχεῖν οὐχὶ πρὸς πόλεμον ἀλλὰ πρὸς κακοποιίαν, ὁ αὐτ. 1. 39· ― [[καθόλου]], βοηθῷ, [[συντρέχω]], σ. τινι Σοφ. Ἀντ. 740, Φιλ. 1366, Πλάτ., κλπ.· τοῖς εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ [[τύχη]] Κριτίας 13· σ. [[ὥστε]]..., βοηθῶ [[ὥστε]]..., Ἡρόδ. 1. 98. ― Παθ., συμμαχοῦμαι ὑπό τινος Λουκ. π. Διαβολ. 22. Πρβλ. [[συμμάχομαι]]. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 192 κἑξ., 859.
|elnltext=συμμαχέω, Att. ook ξυμμαχέω [σύμμαχος] meestrijden (met), geallieerd zijn (aan); met dat. helpen, bijstaan (vaak in de strijd); met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''συμμᾰχέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[совместно сражаться]], [[помогать в борьбе]], [[быть]] (боевым) союзником Aesch., Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> [[помогать]], [[содействовать]] (τινι Soph., Plat.): τὸ [[χωρίον]] συμμαχέει κολωνὸς ἐὸν [[ὥστε]] [[τοιοῦτο]] εἶναι Her. холмистый характер местности способствует этому; ὑπὸ τούτων ἁπάντων συμμαχούμενος Luc. поддерживаемый всеми ими.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμμᾰχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σύμμαχος]]), είμαι [[σύμμαχος]], [[ανήκω]] σε μια [[συμμαχία]], σε Αισχύλ., Θουκ.· γενικά, [[βοηθώ]], [[παρέχω]] [[αρωγή]], [[συντρέχω]], συνδράμω, <i>τινί</i>, σε Σοφ. κ.λπ. — Παθ., βοηθιέμαι, [[δέχομαι]] [[βοήθεια]], σε Λουκ.
|lsmtext='''συμμᾰχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σύμμαχος]]), είμαι [[σύμμαχος]], [[ανήκω]] σε μια [[συμμαχία]], σε Αισχύλ., Θουκ.· γενικά, [[βοηθώ]], [[παρέχω]] [[αρωγή]], [[συντρέχω]], συνδράμω, <i>τινί</i>, σε Σοφ. κ.λπ. — Παθ., βοηθιέμαι, [[δέχομαι]] [[βοήθεια]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμμᾰχέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[совместно сражаться]], [[помогать в борьбе]], [[быть]] (боевым) союзником Aesch., Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> [[помогать]], [[содействовать]] (τινι Soph., Plat.): τὸ [[χωρίον]] συμμαχέει κολωνὸς ἐὸν [[ὥστε]] [[τοιοῦτο]] εἶναι Her. холмистый характер местности способствует этому; ὑπὸ τούτων ἁπάντων συμμαχούμενος Luc. поддерживаемый всеми ими.
|lstext='''συμμᾰχέω''': εἶμαι [[σύμμαχος]], εἶμαι συνδεδεμένος διὰ συμμαχίας, τίνι τρόπῳ δὲ συμμαχεῖ; Αἰσχύλ. Πέρσ. 793, Θουκ. 1, 35., 7. 50· οὐ ξ., ἀλλὰ ξυναδικεῖν, συμμαχεῖν οὐχὶ πρὸς πόλεμον ἀλλὰ πρὸς κακοποιίαν, ὁ αὐτ. 1. 39· ― [[καθόλου]], βοηθῷ, [[συντρέχω]], σ. τινι Σοφ. Ἀντ. 740, Φιλ. 1366, Πλάτ., κλπ.· τοῖς εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ [[τύχη]] Κριτίας 13· σ. [[ὥστε]]..., βοηθῶ [[ὥστε]]..., Ἡρόδ. 1. 98. ― Παθ., συμμαχοῦμαι ὑπό τινος Λουκ. π. Διαβολ. 22. Πρβλ. [[συμμάχομαι]]. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 192 κἑξ., 859.
}}
{{elnl
|elnltext=συμμαχέω, Att. ook ξυμμαχέω [σύμμαχος] meestrijden (met), geallieerd zijn (aan); met dat. helpen, bijstaan (vaak in de strijd); met dat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω [[σύμμαχος]]<br />to be an [[ally]], to be in [[alliance]], Aesch., Thuc.:—[[generally]], to [[help]], aid, [[succour]], τινί Soph., etc.:—Pass. to be assisted, Luc.
|mdlsjtxt=fut. ήσω [[σύμμαχος]]<br />to be an [[ally]], to be in [[alliance]], Aesch., Thuc.:—[[generally]], to [[help]], aid, [[succour]], τινί Soph., etc.:—Pass. to be assisted, Luc.
}}
}}