Anonymous

σταθερός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ά, όν :<br />fixe, immobile : σταθερὰ [[εὐδία]] PLUT temps au beau fixe.<br />'''Étymologie:''' R. Σταθ de Στα ; cf. [[ἵστημι]].
|btext=ά, όν :<br />fixe, immobile : σταθερὰ [[εὐδία]] PLUT temps au beau fixe.<br />'''Étymologie:''' R. Σταθ de Στα ; cf. [[ἵστημι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στᾰθερός''': ά, Ἰων. ή, όν, (ἴδε ἐν τέλ.), ὁ στερεῶς ἱστάμενος, [[ἀμετακίνητος]], [[στερεός]], σταθ. [[γαῖα]], terra firma, ἀντίθετον τῷ ἄστατος, Ὀππ. Κυν. 2. 412· σταθερὰ (ἐξυπακ. γῆ) Ἀνθ. Π. 7. 393., 8. 159· ― ἐπὶ τῆς θαλάσσης, [[ἥσυχος]], [[γαλήνιος]], στ. [[χεῦμα]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 274 (ἂν μὴ [[ἀναγνωστέον]] [[χεῖμα]])· βύθος Διον. Ἁλ. 1. 71· ἡ στ. (ἐξυπακ. [[θάλασσα]]) Ἀνθ. Π. 10. 17, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 106· στ. [[ὕδωρ]], στάσιμον, Ἀππ. Καρχηδ. 99· στ. [[μέλαν]], ἐπὶ μελάνης, Ἀνθ. Π. 6. 66. 2) στ. [[μεσημβρία]], ἀκριβῶς [[μεσημβρία]], ὅτε, [[οὕτως]] εἰπεῖν, ὁ [[ἥλιος]] [[ἵσταται]] [[ἀκίνητος]] ἐπὶ τοῦ μεσημβρινοῦ κύκλου, Πλάτ. Φαῖδρ. 242Α· οὕτω, στ. ἧμαρ, [[μεσημβρία]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 450· τὸ σταθερώτατον τῆς μεσημβρίας Συνέσ. 202C· νυκτὸς τὸ σταθερώτατον Εὐνάπ. σ. 74· [[θέρος]] σταθερόν, τὸ [[μέσον]] τοῦ θέρους, Ἀντίμ. 76. 3) [[σταθερός]], ἀματάβλητος, ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, ἀὴρ [[εὔδιος]] καὶ στ. Διον. Ἁλ. π. Δημ. 7· στ. [[εὐδία]] Πλουτ. Διον. 37, πρβλ. Μᾶρκ. Ἀντων. 12. 22· οὐ σταθερὸν φῶς οὐδ’ ἠρεμοῦν ὁ αὐτ. 2. 934Ε. 4) μεταφορ., στ. [[κάλυξ]] ἥβης Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 74· στ. [[ἡλικία]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 1, 3· ἡ [[ἀρετὴ]] στ. τι Ἀνθ. Π. 10. 74· [[σωφροσύνη]] Ἑλλ. Ἐπιγγράμμ. 910. 2· στ. [[βάδισμα]], [[βλέμμα]], κτλ., Φίλων, κλπ.· ἐπὶ λόγου ἢ ὁμιλίας, [[ἥσυχος]], μετὰ περισκέψεως λαλούμενος, τὸ βραδὺ καὶ στ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23. 5) δὲν [[εἶναι]] ἐν χρήσει ([[κυρίως]]) ἐπὶ προσώπων, Φρύνιχ. 215, Θωμ. Μάγιστρ. 301. ἀλλ’ ἴδε Ἐτυμολ. Μέγ. 277. 49. ― Ἐπίρρ. -ρῶς, ὡς καὶ νῦν, Κρατῖν. ἐν «Σεριφίοις» 4. (Ἡ √ΣΤΑΘ ἐμηκύνθη ἐκ τῆς √ΣΤΑ, ἵστημι, στῆναι, ὡς ἐν τοῖς σταθμός, σταθμή, ἀσταθής, Λατ. stab-ulum).
|elnltext=σταθερός -ά -όν [~ σταθμός] staand:. μεσημβρία … … καλουμένη σταθερά het deel van de middag dat ‘staand' wordt genoemd (d.w.z. het heetste deel van de middag, wanneer men de indruk had dat de zon stilstond) Plat. Phaedr. 242a. stabiel:. εὐδία mooi weer Plut. Dion 38.2.
}}
{{elru
|elrutext='''στᾰθερός:''' [[устойчивый]], [[неподвижный]]: [[μεσημβρία]] καλουμένη σταθερά Plat. так называемый неподвижный полдень (когда солнце в зените); σταθερὰ [[εὐδία]] Plat. тихая погода, перен. безмятежный покой; σταθερὸν [[μέλαν]] Anth. прочные чернила.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''στᾰθερός:''' -ά, Ιων. -ή, -όν ([[στῆναι]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που μένει [[στερεός]], [[αμετακίνητος]], [[ασάλευτος]]· <i>ἡ σταθερή</i> (ενν. <i>γῆ</i>), στερεή γη, Λατ. [[terra]] firma, σε Ανθ.· λέγεται για τη [[θάλασσα]], ήσυχη, ακύμαντη, γαλήνια, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> σταθερὰ [[μεσημβρία]], ακριβώς το [[μεσημέρι]], όταν ο [[ήλιος]] μοιάζει να στέκεται [[ακίνητος]] στον μεσημβρινό κύκλο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[αμετάβλητος]] στις αρχές του, [[σώφρων]], [[συνετός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''στᾰθερός:''' -ά, Ιων. -ή, -όν ([[στῆναι]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που μένει [[στερεός]], [[αμετακίνητος]], [[ασάλευτος]]· <i>ἡ σταθερή</i> (ενν. <i>γῆ</i>), στερεή γη, Λατ. [[terra]] firma, σε Ανθ.· λέγεται για τη [[θάλασσα]], ήσυχη, ακύμαντη, γαλήνια, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> σταθερὰ [[μεσημβρία]], ακριβώς το [[μεσημέρι]], όταν ο [[ήλιος]] μοιάζει να στέκεται [[ακίνητος]] στον μεσημβρινό κύκλο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[αμετάβλητος]] στις αρχές του, [[σώφρων]], [[συνετός]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στᾰθερός:''' [[устойчивый]], [[неподвижный]]: [[μεσημβρία]] καλουμένη σταθερά Plat. так называемый неподвижный полдень (когда солнце в зените); σταθερὰ [[εὐδία]] Plat. тихая погода, перен. безмятежный покой; σταθερὸν [[μέλαν]] Anth. прочные чернила.
|lstext='''στᾰθερός''': ά, Ἰων. ή, όν, (ἴδε ἐν τέλ.), ὁ στερεῶς ἱστάμενος, [[ἀμετακίνητος]], [[στερεός]], σταθ. [[γαῖα]], terra firma, ἀντίθετον τῷ ἄστατος, Ὀππ. Κυν. 2. 412· ἡ σταθερὰ (ἐξυπακ. γῆ) Ἀνθ. Π. 7. 393., 8. 159· ― ἐπὶ τῆς θαλάσσης, [[ἥσυχος]], [[γαλήνιος]], στ. [[χεῦμα]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 274 (ἂν μὴ [[ἀναγνωστέον]] [[χεῖμα]])· βύθος Διον. Ἁλ. 1. 71· ἡ στ. (ἐξυπακ. [[θάλασσα]]) Ἀνθ. Π. 10. 17, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 106· στ. [[ὕδωρ]], στάσιμον, Ἀππ. Καρχηδ. 99· στ. [[μέλαν]], ἐπὶ μελάνης, Ἀνθ. Π. 6. 66. 2) στ. [[μεσημβρία]], ἀκριβῶς [[μεσημβρία]], ὅτε, [[οὕτως]] εἰπεῖν, ὁ [[ἥλιος]] [[ἵσταται]] [[ἀκίνητος]] ἐπὶ τοῦ μεσημβρινοῦ κύκλου, Πλάτ. Φαῖδρ. 242Α· οὕτω, στ. ἧμαρ, [[μεσημβρία]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 450· τὸ σταθερώτατον τῆς μεσημβρίας Συνέσ. 202C· νυκτὸς τὸ σταθερώτατον Εὐνάπ. σ. 74· [[θέρος]] σταθερόν, τὸ [[μέσον]] τοῦ θέρους, Ἀντίμ. 76. 3) [[σταθερός]], ἀματάβλητος, ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, ἀὴρ [[εὔδιος]] καὶ στ. Διον. Ἁλ. π. Δημ. 7· στ. [[εὐδία]] Πλουτ. Διον. 37, πρβλ. Μᾶρκ. Ἀντων. 12. 22· οὐ σταθερὸν φῶς οὐδ’ ἠρεμοῦν ὁ αὐτ. 2. 934Ε. 4) μεταφορ., στ. [[κάλυξ]] ἥβης Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 74· στ. [[ἡλικία]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 1, 3· [[ἀρετὴ]] στ. τι Ἀνθ. Π. 10. 74· [[σωφροσύνη]] Ἑλλ. Ἐπιγγράμμ. 910. 2· στ. [[βάδισμα]], [[βλέμμα]], κτλ., Φίλων, κλπ.· ἐπὶ λόγου ἢ ὁμιλίας, [[ἥσυχος]], μετὰ περισκέψεως λαλούμενος, τὸ βραδὺ καὶ στ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23. 5) δὲν [[εἶναι]] ἐν χρήσει ([[κυρίως]]) ἐπὶ προσώπων, Φρύνιχ. 215, Θωμ. Μάγιστρ. 301. ἀλλ’ ἴδε Ἐτυμολ. Μέγ. 277. 49. ― Ἐπίρρ. -ρῶς, ὡς καὶ νῦν, Κρατῖν. ἐν «Σεριφίοις» 4. (Ἡ √ΣΤΑΘ ἐμηκύνθη ἐκ τῆς √ΣΤΑ, ἵστημι, στῆναι, ὡς ἐν τοῖς σταθμός, σταθμή, ἀσταθής, Λατ. stab-ulum).
}}
{{elnl
|elnltext=σταθερός -ά -όν [~ σταθμός] staand:. μεσημβρία … … καλουμένη σταθερά het deel van de middag dat ‘staand' wordt genoemd (d.w.z. het heetste deel van de middag, wanneer men de indruk had dat de zon stilstond) Plat. Phaedr. 242a. stabiel:. εὐδία mooi weer Plut. Dion 38.2.
}}
}}
{{etym
{{etym