Anonymous

στόνος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br />gémissement ; <i>qqf en parl. du</i> bruit de la mer.<br />'''Étymologie:''' [[στένω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />gémissement ; <i>qqf en parl. du</i> bruit de la mer.<br />'''Étymologie:''' [[στένω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στόνος''': , ([[στένω]]) [[στεναγμός]], [[γογγυσμός]], [[θρῆνος]], Ἔρις ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν Ἰλ. Δ. 445· [[αἷμα]] καὶ [[ἀργαλέος]] στ. ἀνδρῶν Τ. 214· τῶν δὲ στέρνων ὤρνυτ’ [[ἀεικής]] Κ. 483, Ὀδ. Χ. 308· στόνον.. ἄκουσα κτεινομένων Ψ. 40· διήκει δὲ καὶ πόλιν στ. Αἰσχύλ. Θήβ. 900· στόνον [[σαυτοῦ]] ποιεῖς Σοφ. Φιλ. 752· ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Θήβ. 146· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, στόνῳ… βρέμουσιν ἀκταὶ Σοφ. Ἀντ. 592· - σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, Θουκ. 7. 71.
|elnltext=στόνος -ου, ὁ [στένω] gezucht, gekreun, gejammer; overdr.. στόνῳ βρέμουσιν... ἀκταί de kapen brullen jammerlijk Soph. Ant. 592 ( lyr. ).
}}
{{elru
|elrutext='''στόνος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[стон]], [[рыдание]] Hom., Aesch., Thuc.: στόνον ποιεῖν τινος Soph. рыдать о ком-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[гул]], [[рев]] (στόνῳ βρέμουσι ἀκταί Soph.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''στόνος:''' ὁ ([[στένω]]), [[στεναγμός]], [[γογγυσμός]], [[θρήνος]], βογκητό, σε Όμηρ.· λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Σοφ.
|lsmtext='''στόνος:''' ὁ ([[στένω]]), [[στεναγμός]], [[γογγυσμός]], [[θρήνος]], βογκητό, σε Όμηρ.· λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στόνος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[стон]], [[рыдание]] Hom., Aesch., Thuc.: στόνον ποιεῖν τινος Soph. рыдать о ком-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[гул]], [[рев]] (στόνῳ βρέμουσι ἀκταί Soph.).
|lstext='''στόνος''': , ([[στένω]]) [[στεναγμός]], [[γογγυσμός]], [[θρῆνος]], Ἔρις ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν Ἰλ. Δ. 445· [[αἷμα]] καὶ [[ἀργαλέος]] στ. ἀνδρῶν Τ. 214· τῶν δὲ στέρνων ὤρνυτ’ [[ἀεικής]] Κ. 483, Ὀδ. Χ. 308· στόνον.. ἄκουσα κτεινομένων Ψ. 40· διήκει δὲ καὶ πόλιν στ. Αἰσχύλ. Θήβ. 900· στόνον [[σαυτοῦ]] ποιεῖς Σοφ. Φιλ. 752· ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Θήβ. 146· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, στόνῳ… βρέμουσιν ἀκταὶ Σοφ. Ἀντ. 592· - σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, Θουκ. 7. 71.
}}
{{elnl
|elnltext=στόνος -ου, [στένω] gezucht, gekreun, gejammer; overdr.. στόνῳ βρέμουσιν... ἀκταί de kapen brullen jammerlijk Soph. Ant. 592 ( lyr. ).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj