Anonymous

συμπραγματεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> συμπραγματεύσομαι, <i>ao.</i> συνεπραγματευσάμην <i>ou</i> συνεπραγματεύθην;<br />traiter d'affaires <i>ou</i> d'une affaire avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πραγματεύομαι]].
|btext=<i>f.</i> συμπραγματεύσομαι, <i>ao.</i> συνεπραγματευσάμην <i>ou</i> συνεπραγματεύθην;<br />traiter d'affaires <i>ou</i> d'une affaire avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πραγματεύομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμπραγμᾰτεύομαι''': μέλλ. -έυσομαι· ἀόρ. -επραγματεύθην Διογ. Λ. 5. 71· ἀποθ. Καταγίνομαι [[ὁμοῦ]], [[συνδιεξάγω]], ἀσχολοῦμαι [[ὁμοῦ]] εἴς τι, τινι Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 21· σ. τι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούρ. 5· ἀπολ., ὁ αὐτ. 2. 417Α, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 1997d.
|elnltext=συμπραγματεύομαι [σύν, πραγματεύομαι] meewerken aan; met dat. helpen zaken af te handelen.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπραγμᾰτεύομαι:''' [[совместно делать]], [[помогать]], [[сотрудничать]]: σ. τὰ περὶ τοὺς νόμους Plut. участвовать в законодательстве; σ. τινι Plut. заниматься делами с кем-л., быть чьим-л. компаньоном.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συμπραγματεύομαι:''' μέλ. <i>-εύσομαι</i>, αποθ., [[ασχολούμαι]], [[καταγίνομαι]] από κοινού σε ένα [[έργο]], με δοτ. προσ., σε Πλούτ.
|lsmtext='''συμπραγματεύομαι:''' μέλ. <i>-εύσομαι</i>, αποθ., [[ασχολούμαι]], [[καταγίνομαι]] από κοινού σε ένα [[έργο]], με δοτ. προσ., σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμπραγμᾰτεύομαι:''' [[совместно делать]], [[помогать]], [[сотрудничать]]: σ. τὰ περὶ τοὺς νόμους Plut. участвовать в законодательстве; σ. τινι Plut. заниматься делами с кем-л., быть чьим-л. компаньоном.
|lstext='''συμπραγμᾰτεύομαι''': μέλλ. -έυσομαι· ἀόρ. -επραγματεύθην Διογ. Λ. 5. 71· ἀποθ. Καταγίνομαι [[ὁμοῦ]], [[συνδιεξάγω]], ἀσχολοῦμαι [[ὁμοῦ]] εἴς τι, τινι Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 21· σ. τι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούρ. 5· ἀπολ., ὁ αὐτ. 2. 417Α, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 1997d.
}}
{{elnl
|elnltext=συμπραγματεύομαι [σύν, πραγματεύομαι] meewerken aan; met dat. helpen zaken af te handelen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -εύσομαι<br />Dep. to [[assist]] in transacting [[business]], c. dat. pers., Plut.
|mdlsjtxt=fut. -εύσομαι<br />Dep. to [[assist]] in transacting [[business]], c. dat. pers., Plut.
}}
}}