Anonymous

συνήκω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=être venu ensemble ; être réuni, se réunir.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἥκω]].
|btext=être venu ensemble ; être réuni, se réunir.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἥκω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνήκω''': ἔχω ἔλθῃ [[ὁμοῦ]], εἰ λογιούμενοι ξυνήκετε Θουκ. 5. 87. ΙΙ. σ. εἰς ἕν, ἐπὶ τειχῶν, συνάπτομαι, συναντῶμαι εἰς ἕν, συνήκοι ἂν τὰ ἔργα εἰς ἓν ἐξ ἁπάντων τῶν τειχῶν Ξεν. Πόροι 4. 44˙ τὰ δ’ [[ὄπισθεν]] κοῦφα καὶ συνήκοντα [[πάλιν]] εἰς στενόν, γενόμενα [[πάλιν]] στενά, Ἀριστ. περὶ Ζ. Πορείας 10. 10˙ οὕτω, σ. εἰς ὀξὺ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 13, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1.
|elnltext=συν-ήκω, Att. ook ξυνήκω bijeengekomen zijn.
}}
{{elru
|elrutext='''συνήκω:''' [[сойтись]], [[встретиться]] Thuc.: εἰς ὀξὺ σ. Arst. сходиться под острым углом.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''συνήκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> έχω έλθει μαζί με κάποιον, έχω έλθει με [[συντροφιά]], με [[συνοδεία]], έχω συναντηθεί, ερχόμενος με κάποιον, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[συνήκω]] εἰς ἕν, συναντώμαι σ' ένα και το αυτό [[σημείο]], συνάπτομαι, [[συμπίπτω]], [[καταλήγω]], σε Ξεν.
|lsmtext='''συνήκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> έχω έλθει μαζί με κάποιον, έχω έλθει με [[συντροφιά]], με [[συνοδεία]], έχω συναντηθεί, ερχόμενος με κάποιον, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[συνήκω]] εἰς ἕν, συναντώμαι σ' ένα και το αυτό [[σημείο]], συνάπτομαι, [[συμπίπτω]], [[καταλήγω]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνήκω:''' [[сойтись]], [[встретиться]] Thuc.: εἰς ὀξὺ σ. Arst. сходиться под острым углом.
|lstext='''συνήκω''': ἔχω ἔλθῃ [[ὁμοῦ]], εἰ λογιούμενοι ξυνήκετε Θουκ. 5. 87. ΙΙ. σ. εἰς ἕν, ἐπὶ τειχῶν, συνάπτομαι, συναντῶμαι εἰς ἕν, συνήκοι ἂν τὰ ἔργα εἰς ἓν ἐξ ἁπάντων τῶν τειχῶν Ξεν. Πόροι 4. 44˙ τὰ δ’ [[ὄπισθεν]] κοῦφα καὶ συνήκοντα [[πάλιν]] εἰς στενόν, γενόμενα [[πάλιν]] στενά, Ἀριστ. περὶ Ζ. Πορείας 10. 10˙ οὕτω, σ. εἰς ὀξὺ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 13, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-ήκω, Att. ook ξυνήκω bijeengekomen zijn.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to [[have]] [[come]] [[together]], to be [[assembled]], to [[meet]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> ς. εἰς ἕν to [[meet]] in a [[point]], Xen.
|mdlsjtxt=fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to [[have]] [[come]] [[together]], to be [[assembled]], to [[meet]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> ς. εἰς ἕν to [[meet]] in a [[point]], Xen.
}}
}}