Anonymous

συμβόλαιον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> signe de convention, de reconnaissance ; symptôme;<br /><b>II.</b> convention, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> convention écrite, contrat ; <i>en gén.</i> engagement pour affaires d'intérêt public;<br /><b>2</b> relations avec une femme.<br />'''Étymologie:''' [[συμβολή]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> signe de convention, de reconnaissance ; symptôme;<br /><b>II.</b> convention, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> convention écrite, contrat ; <i>en gén.</i> engagement pour affaires d'intérêt public;<br /><b>2</b> relations avec une femme.<br />'''Étymologie:''' [[συμβολή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμβόλαιον''': τό, ὡς τὸ [[σύμβολον]], [[σημεῖον]] ἐξ οὗ τις συμπεραίνει τι, [[τεκμήριον]], [[μαρτυρία]], Ἡρόδ. 5. 92, 7· [[σύμπτωμα]], Σοφ. Φιλ. 884 ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, [[συμβόλαιον]], ὁμόλογον εἰς ἀναγνώρισιν ὀφειλῆς ἢ δανείου, «χρεωστικὸν» (ἴδε [[συμβάλλω]] Ι. 6), συμβολαίου [[λαγχάνω]] (ἐξυπ. δίκην), [[λαμβάνω]] τὴν ἄδειαν νὰ κινήσω ἀγωγὴν [[ὅπως]] ἐπιβάλω τὴν ἐκτέλεσιν τῶν ὅρων τοῦ συμβολαίου, Λυσ. 148. 21· οὐ τὸ [[παράπαν]] σ. ἐξαρνοῦνται μὴ γενέσθαι Δημ. 907, ἐν τέλ.· συμβολαίου... [[οὔτε]] ναυτικοῦ [[οὔτε]] ἐγγείου, ὁμόλογον [[ἄνευ]] ἐνεχύρου [[εἴτε]] πλοίου [[εἴτε]] κτήματος ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ὁ αὐτ. 893. 14· ἀπώλλυτο ἂν τῷ πατρὶ τὸ σ., τὸ δάνειόν του ἤθελεν ἀπολεσθῇ, ὁ αὐτ. 1185. 11· ποιεῖσθαι τὸ σ. Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 14, 2· ― ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ἔτι καὶ ἐπὶ ἑνὸς μόνον συμβολαίου, τὰ πρὸς ἀλλήλους συμβ. Πλάτ. Πολιτ. 294Ε ὁ ἃ πρὸς ἀλλήλους συμβάλλομεν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 425C· σ. συμμῖξαι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 958C τὰ Ἀθήναζε καὶ τὰ Ἀθήνηθεν συμβ., ὁμόλογον διὰ χρήματα δανεισθέντα ἐπὶ ἐνεχύρῳ τῶν φορτίων τῶν εἰς Ἀθήνας φερομένων καὶ τῶν ἐξ Ἀθηνῶν ἐξαγομένων, Δημ. 822. 6· τὰ σ. διαλύειν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 3, 2· ― τὰ χρήματα [[ταῦτα]] ἠδύνατό τις νὰ λάβῃ [[ὀπίσω]] δι’ ἀγωγῆς, αἱ τῶν συμβολαίων δίκαι Δημ. 882. 6, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 1, 10 [[ἀντίδικος]] ἐκ συμβολαίων, ὁ [[ἀντίδικος]] ἐν τοιαύτῃ δίκῃ, Ἰσαῖ. 54. 16· συμβόλαια ἀποστερεῖν, ἀποστερεῖν τὴν ἀπότισιν τῶν δανεισθέντων διὰ συμβολαίου χρημάτων, Ἰσοκρ. 283D, Δημ. 884. 9· πράξεις συμβολαίων, εἰσπράξεις τοιούτων δανείων, Ἀνδοκ. 12. 8· μικρῶν [[ἕνεκα]] σ., [[ἕνεκα]] μικρῶν δανείων, Λυσί. 129. 24· τὰ τοῦ καθ’ ἡμέραν βίου συμβ., δηλ. αἱ ὑποχρεώσεις τοῦ καθ’ ἡμέραν βίου, κοινωνικά, ἢ κοινὰ πολιτικὰ δικαιώματα, Δημ. 298. 3· τὰ περὶ τὴν ἀγορὰν σ. Ἀριστοτέλ. Πολιτικ. 4. 15, 22. ― Πρβλ. [[συγγραφή]], [[συνάλλαγμα]], [[συνθήκη]]. 2) [[καθόλου]], [[συμφωνία]], ὑποχρέωσις, ὦ [[πότνια]] Φοίβου μῆτερ, εἰ γὰρ αἰσίως ἔλθοιμεν, ἅτε νῷν συμβόλαια [[πρόσθεν]] ἦν ἐς παῖδα τὸν σόν, μεταπέσοι βελτίονα Εὐρ. Ἰων 411. ΙΙΙ. «[[συνάλλαγμα]], [[κοινωνία]]» (Κοραῆς), τί γὰρ εὐπρεπὲς ἀνδρὶ νέῳ πρὸς ἐχθροῦ γυναῖκα [[μέχρι]] [[τιμῆς]] τοσαύτης [[συμβόλαιον]]; Πλουτ. Ἀλέξ. 30 ([[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ), πρβλ. Ἀντών. 25. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 484, 485.
|elnltext=συμβόλαιον -ου, τό, Att. ook ξυμβόλαιον [σύμβολον] teken; Hdt. 5.92.η.3; van de symptomen van een aandoening. Soph. Ph. 884. omgang, relatie, betrekking; jur. en economisch zakelijke betrekking, concreet overeenkomst, transactie, contract, m. n. voor een lening:. τὰ πρὸς ἀλλήλους συμβόλαια onderlinge transacties Plat. Plt. 295a; συμβόλαια κατ’ ἀγοράν op de agora verrichte transacties Plat. Resp. 425c; συμμειγνύναι συμβόλαια μετρίως op redelijke wijze zakelijke overeenkomsten sluiten Plat. Lg. 958c; συμβόλαια διαλύειν contracten ontbinden Aristot. Pol. 1276a10; πράξεις συμβολαίων vorderingen van contracten (d.w.z. van bij contracten verschuldigd geld) And. 1.88.
}}
{{elru
|elrutext='''συμβόλαιον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[признак]], [[довод]]: σ. [[πιστόν]] Her. достоверный признак; τὰ οὐκέτ᾽ ὄντος συμβόλαια Soph. симптомы близкой кончины;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. pl. соглашение, договор, сделка, контракт, обязательство: τὰ πρὸς ἀλλήλους συμβόλαια Plat. взаимные обязательства; συμβολαίου [[λαχεῖν]] τινα (sc. [[δίκην]]) Lys. предъявить кому-л. иск в связи с контрактом; μηδενὸς συμβολαίου γεγενημένου Lys. без заключения какого-л. договора;<br /><b class="num">3)</b> [[долговое обязательство]]: σ. ἔγγειον Dem. заем под земельное обеспечение; τὰ [[Ἀθήναζε]] καὶ τὰ᾽ Αθήνηθεν συμβόλαια Dem. денежная ссуда под залог грузов, следующих в Афины и из Афин; οἱ ἀποστεροῦντες τὰ συμβόλαια Isocr. уклоняющиеся от уплаты (своих) долгов;<br /><b class="num">4)</b> pl. [[сношения]], [[дела]]: τὰ τοῦ καθ᾽ ἡμέραν βίου συμβόλαια Dem. повседневные деловые отношения; τὰ περὶ τὴν ἀγορὰν συμβόλαια Arst. рыночные операции;<br /><b class="num">5)</b> [[связь]], [[отношение]] (ἔς τινα Eur.; πρὸς γυναῖκα Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συμβόλαιον:''' τό,<br /><b class="num">I.</b> όπως το [[σύμβολον]], χαρακτηριστικό [[σημάδι]] ή [[σημείο]] από το οποίο συμπεραίνει [[κάποιος]], [[τεκμήριο]], [[μαρτυρία]], σε Ηρόδ.· [[σύμπτωμα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> στην Αθήνα, [[συμβόλαιο]], [[σύμβαση]], ομόλογο, [[γραμμάτιο]] που εκδίδεται σε [[αναγνώριση]] δανείου ή χρηματικής οφειλής, σε Ρήτ.· στον πληθ., για ένα και μόνο [[συμβόλαιο]], σε Πλάτ. κ.λπ.· τὰ [[Ἀθήναζε]] καὶ τὰ [[Ἀθήνηθεν]] συμβόλαια, ομόλογο χρηματικού δανείου με [[ενέχυρο]] φορτία που εισάγονται στην Αθήνα, [[καθώς]] και φορτία που εξάγονται απ' αυτήν, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[υποχρέωση]], [[δέσμευση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> [[συναναστροφή]], [[σχέση]], ερωτική [[πράξη]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''συμβόλαιον:''' τό,<br /><b class="num">I.</b> όπως το [[σύμβολον]], χαρακτηριστικό [[σημάδι]] ή [[σημείο]] από το οποίο συμπεραίνει [[κάποιος]], [[τεκμήριο]], [[μαρτυρία]], σε Ηρόδ.· [[σύμπτωμα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> στην Αθήνα, [[συμβόλαιο]], [[σύμβαση]], ομόλογο, [[γραμμάτιο]] που εκδίδεται σε [[αναγνώριση]] δανείου ή χρηματικής οφειλής, σε Ρήτ.· στον πληθ., για ένα και μόνο [[συμβόλαιο]], σε Πλάτ. κ.λπ.· τὰ [[Ἀθήναζε]] καὶ τὰ [[Ἀθήνηθεν]] συμβόλαια, ομόλογο χρηματικού δανείου με [[ενέχυρο]] φορτία που εισάγονται στην Αθήνα, [[καθώς]] και φορτία που εξάγονται απ' αυτήν, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[υποχρέωση]], [[δέσμευση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> [[συναναστροφή]], [[σχέση]], ερωτική [[πράξη]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμβόλαιον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[признак]], [[довод]]: σ. [[πιστόν]] Her. достоверный признак; τὰ οὐκέτ᾽ ὄντος συμβόλαια Soph. симптомы близкой кончины;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. pl. соглашение, договор, сделка, контракт, обязательство: τὰ πρὸς ἀλλήλους συμβόλαια Plat. взаимные обязательства; συμβολαίου [[λαχεῖν]] τινα (sc. [[δίκην]]) Lys. предъявить кому-л. иск в связи с контрактом; μηδενὸς συμβολαίου γεγενημένου Lys. без заключения какого-л. договора;<br /><b class="num">3)</b> [[долговое обязательство]]: σ. ἔγγειον Dem. заем под земельное обеспечение; τὰ [[Ἀθήναζε]] καὶ τὰ᾽ Αθήνηθεν συμβόλαια Dem. денежная ссуда под залог грузов, следующих в Афины и из Афин; οἱ ἀποστεροῦντες τὰ συμβόλαια Isocr. уклоняющиеся от уплаты (своих) долгов;<br /><b class="num">4)</b> pl. [[сношения]], [[дела]]: τὰ τοῦ καθ᾽ ἡμέραν βίου συμβόλαια Dem. повседневные деловые отношения; τὰ περὶ τὴν ἀγορὰν συμβόλαια Arst. рыночные операции;<br /><b class="num">5)</b> [[связь]], [[отношение]] (ἔς τινα Eur.; πρὸς γυναῖκα Plut.).
|lstext='''συμβόλαιον''': τό, ὡς τὸ [[σύμβολον]], [[σημεῖον]] ἐξ οὗ τις συμπεραίνει τι, [[τεκμήριον]], [[μαρτυρία]], Ἡρόδ. 5. 92, 7· [[σύμπτωμα]], Σοφ. Φιλ. 884 ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, [[συμβόλαιον]], ὁμόλογον εἰς ἀναγνώρισιν ὀφειλῆς ἢ δανείου, «χρεωστικὸν» (ἴδε [[συμβάλλω]] Ι. 6), συμβολαίου [[λαγχάνω]] (ἐξυπ. δίκην), [[λαμβάνω]] τὴν ἄδειαν νὰ κινήσω ἀγωγὴν [[ὅπως]] ἐπιβάλω τὴν ἐκτέλεσιν τῶν ὅρων τοῦ συμβολαίου, Λυσ. 148. 21· οὐ τὸ [[παράπαν]] σ. ἐξαρνοῦνται μὴ γενέσθαι Δημ. 907, ἐν τέλ.· συμβολαίου... [[οὔτε]] ναυτικοῦ [[οὔτε]] ἐγγείου, ὁμόλογον [[ἄνευ]] ἐνεχύρου [[εἴτε]] πλοίου [[εἴτε]] κτήματος ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ὁ αὐτ. 893. 14· ἀπώλλυτο ἂν τῷ πατρὶ τὸ σ., τὸ δάνειόν του ἤθελεν ἀπολεσθῇ, ὁ αὐτ. 1185. 11· ποιεῖσθαι τὸ σ. Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 14, 2· ― ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ἔτι καὶ ἐπὶ ἑνὸς μόνον συμβολαίου, τὰ πρὸς ἀλλήλους συμβ. Πλάτ. Πολιτ. 294Ε ὁ ἃ πρὸς ἀλλήλους συμβάλλομεν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 425C· σ. συμμῖξαι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 958C τὰ Ἀθήναζε καὶ τὰ Ἀθήνηθεν συμβ., ὁμόλογον διὰ χρήματα δανεισθέντα ἐπὶ ἐνεχύρῳ τῶν φορτίων τῶν εἰς Ἀθήνας φερομένων καὶ τῶν ἐξ Ἀθηνῶν ἐξαγομένων, Δημ. 822. 6· τὰ σ. διαλύειν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 3, 2· ― τὰ χρήματα [[ταῦτα]] ἠδύνατό τις νὰ λάβῃ [[ὀπίσω]] δι’ ἀγωγῆς, αἱ τῶν συμβολαίων δίκαι Δημ. 882. 6, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 1, 10 [[ἀντίδικος]] ἐκ συμβολαίων, [[ἀντίδικος]] ἐν τοιαύτῃ δίκῃ, Ἰσαῖ. 54. 16· συμβόλαια ἀποστερεῖν, ἀποστερεῖν τὴν ἀπότισιν τῶν δανεισθέντων διὰ συμβολαίου χρημάτων, Ἰσοκρ. 283D, Δημ. 884. 9· πράξεις συμβολαίων, εἰσπράξεις τοιούτων δανείων, Ἀνδοκ. 12. 8· μικρῶν [[ἕνεκα]] σ., [[ἕνεκα]] μικρῶν δανείων, Λυσί. 129. 24· τὰ τοῦ καθ’ ἡμέραν βίου συμβ., δηλ. αἱ ὑποχρεώσεις τοῦ καθ’ ἡμέραν βίου, κοινωνικά, ἢ κοινὰ πολιτικὰ δικαιώματα, Δημ. 298. 3· τὰ περὶ τὴν ἀγορὰν σ. Ἀριστοτέλ. Πολιτικ. 4. 15, 22. ― Πρβλ. [[συγγραφή]], [[συνάλλαγμα]], [[συνθήκη]]. 2) [[καθόλου]], [[συμφωνία]], ὑποχρέωσις, ὦ [[πότνια]] Φοίβου μῆτερ, εἰ γὰρ αἰσίως ἔλθοιμεν, ἅτε νῷν συμβόλαια [[πρόσθεν]] ἦν ἐς παῖδα τὸν σόν, μεταπέσοι βελτίονα Εὐρ. Ἰων 411. ΙΙΙ. «[[συνάλλαγμα]], [[κοινωνία]]» (Κοραῆς), τί γὰρ εὐπρεπὲς ἀνδρὶ νέῳ πρὸς ἐχθροῦ γυναῖκα [[μέχρι]] [[τιμῆς]] τοσαύτης [[συμβόλαιον]]; Πλουτ. Ἀλέξ. 30 ([[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ), πρβλ. Ἀντών. 25. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 484, 485.
}}
{{elnl
|elnltext=συμβόλαιον -ου, τό, Att. ook ξυμβόλαιον [σύμβολον] teken; Hdt. 5.92.η.3; van de symptomen van een aandoening. Soph. Ph. 884. omgang, relatie, betrekking; jur. en economisch zakelijke betrekking, concreet overeenkomst, transactie, contract, m. n. voor een lening:. τὰ πρὸς ἀλλήλους συμβόλαια onderlinge transacties Plat. Plt. 295a; συμβόλαια κατ’ ἀγοράν op de agora verrichte transacties Plat. Resp. 425c; συμμειγνύναι συμβόλαια μετρίως op redelijke wijze zakelijke overeenkomsten sluiten Plat. Lg. 958c; συμβόλαια διαλύειν contracten ontbinden Aristot. Pol. 1276a10; πράξεις συμβολαίων vorderingen van contracten (d.w.z. van bij contracten verschuldigd geld) And. 1.88.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj