Anonymous

συγκαίω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> συγκαύσω;<br />brûler <i>ou</i> enflammer entièrement.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καίω]].
|btext=<i>f.</i> συγκαύσω;<br />brûler <i>ou</i> enflammer entièrement.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καίω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συγκαίω''': Ἀττ. -κάω [ᾱ], μέλλ. -[[καύσω]]. Καίω ἢ [[θερμαίνω]] μετά τινος ἢ ἀμέσως. Λατ. comburere, Πλάτ. Τίμ. 22C· ὁ [[οἶνος]] σ. τὰς φλέβας Ἱππ. 286. 45. -Παθ., κατακαίομαι, εἰς τέφραν ἢ κόνιν μεταβάλλομαι, Πλάτ. Τίμ. 49C, Ἱππ. 976Ε, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τοῦ ὑπερβολικοῦ ψύχους, Διογ. Λ. 2. 118. 2) ἀμεταβ., κοιλίαι ξυγκαίειν ἀγαθαί, ὑποκείμεναι εἰς φλόγωσιν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 284, πρβλ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12.
|elnltext=συγ-καίω en συγκάω, Att. ook ξυγκάω alg. helemaal verbranden. geneesk. act. met acc. ( causat. ) verhitten. act. intrans. en pass. verhit raken.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκαίω:''' атт. [[συγκάω]] () (fut. συγκαύσω)<br /><b class="num">1)</b> [[вместе или сразу сжигать]] (τὰ ἐπι γῆς Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[воспламенять]]: συγκαυθεὶς [[ἀήρ]] Plat. раскаленный воздух;<br /><b class="num">3)</b> [[обмораживать]] (χειμῶνος συγκεκαυμένος Diog. L.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συγκαίω:''' Αττ. -κάω <i>[ᾱ]</i>, μέλ. -[[καύσω]], [[ανάβω]] [[πυρκαγιά]], [[πυρπολώ]] μαζί με κάποιον ή [[αμέσως]], [[κατακαίω]], Λατ. [[comburo|comburere]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''συγκαίω:''' Αττ. -κάω <i>[ᾱ]</i>, μέλ. -[[καύσω]], [[ανάβω]] [[πυρκαγιά]], [[πυρπολώ]] μαζί με κάποιον ή [[αμέσως]], [[κατακαίω]], Λατ. [[comburo|comburere]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγκαίω:''' атт. [[συγκάω]] (ᾱ) (fut. συγκαύσω)<br /><b class="num">1)</b> [[вместе или сразу сжигать]] (τὰ ἐπι γῆς Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[воспламенять]]: συγκαυθεὶς [[ἀήρ]] Plat. раскаленный воздух;<br /><b class="num">3)</b> [[обмораживать]] (χειμῶνος συγκεκαυμένος Diog. L.).
|lstext='''συγκαίω''': Ἀττ. -κάω [], μέλλ. -[[καύσω]]. Καίω ἢ [[θερμαίνω]] μετά τινος ἢ ἀμέσως. Λατ. comburere, Πλάτ. Τίμ. 22C· ὁ [[οἶνος]] σ. τὰς φλέβας Ἱππ. 286. 45. -Παθ., κατακαίομαι, εἰς τέφραν ἢ κόνιν μεταβάλλομαι, Πλάτ. Τίμ. 49C, Ἱππ. 976Ε, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τοῦ ὑπερβολικοῦ ψύχους, Διογ. Λ. 2. 118. 2) ἀμεταβ., κοιλίαι ξυγκαίειν ἀγαθαί, ὑποκείμεναι εἰς φλόγωσιν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 284, πρβλ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-καίω en συγκάω, Att. ook ξυγκάω alg. helemaal verbranden. geneesk. act. met acc. ( causat. ) verhitten. act. intrans. en pass. verhit raken.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] -κάω fut. -[[καύσω]]<br />set on [[fire]] with or at [[once]], [[burn]] up, Lat. [[comburo|comburere]], Plat.
|mdlsjtxt=[[attic]] -κάω fut. -[[καύσω]]<br />set on [[fire]] with or at [[once]], [[burn]] up, Lat. [[comburo|comburere]], Plat.
}}
}}