Anonymous

συνέπαινος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui est d'accord avec, qui approuve.<br />'''Étymologie:''' [[συνεπαινέω]].
|btext=ος, ον :<br />qui est d'accord avec, qui approuve.<br />'''Étymologie:''' [[συνεπαινέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνέπαινος''': -ον, ὁ συνεπαινῶν, ἀποδεχόμενος, ἐπιδοκιμάζων τι, συν. [[εἶναι]], συνεπαινεῖν, συνεπιδοκιμάζειν, τινι Ἡρόδ. 3. 119· ἀπολ., 5. 20, 31· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., 7. 15.
|elnltext=συνέπαινος -ον [σύν, ἔπαινος] die mede goedkeurt, die instemt: σ. εἶναι of γίγνεσθαι mede goedkeuren, instemmen (met), abs.; met dat.; met AcI.
}}
{{elru
|elrutext='''συνέπαινος:''' [[одобряющий]], [[соглашающийся]] (τινι Her.): [[οὐδαμῶς]] σ. ποιέειν με [[ταῦτα]] Her. нисколько не одобряя моего образа действий.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συνέπαινος:''' -ον, αυτός που συμμετέχει στην [[έγκριση]] κάποιου πράγματος, [[σύμφωνος]]· [[συνέπαινος]] [[εἶναι]], [[δίνω]] τη συγκατάθεσή μου σε [[κάτι]], <i>τινι</i>, ή απόλ., σε Ηρόδ.· με αιτ. και απαρ. [[συναινώ]] να..., στον ίδ.
|lsmtext='''συνέπαινος:''' -ον, αυτός που συμμετέχει στην [[έγκριση]] κάποιου πράγματος, [[σύμφωνος]]· [[συνέπαινος]] [[εἶναι]], [[δίνω]] τη συγκατάθεσή μου σε [[κάτι]], <i>τινι</i>, ή απόλ., σε Ηρόδ.· με αιτ. και απαρ. [[συναινώ]] να..., στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνέπαινος:''' [[одобряющий]], [[соглашающийся]] (τινι Her.): [[οὐδαμῶς]] σ. ποιέειν με [[ταῦτα]] Her. нисколько не одобряя моего образа действий.
|lstext='''συνέπαινος''': -ον, ὁ συνεπαινῶν, ἀποδεχόμενος, ἐπιδοκιμάζων τι, συν. [[εἶναι]], συνεπαινεῖν, συνεπιδοκιμάζειν, τινι Ἡρόδ. 3. 119· ἀπολ., 5. 20, 31· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., 7. 15.
}}
{{elnl
|elnltext=συνέπαινος -ον [σύν, ἔπαινος] die mede goedkeurt, die instemt: σ. εἶναι of γίγνεσθαι mede goedkeuren, instemmen (met), abs.; met dat.; met AcI.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-έπαινος, ον,<br />joining in [[approbation]] of a [[thing]], συν. [[εἶναι]] to [[give]] one's [[consent]] to a [[thing]], τινι or absol., Hdt.; c. acc. et inf. to [[consent]] that . ., Hdt.
|mdlsjtxt=συν-έπαινος, ον,<br />joining in [[approbation]] of a [[thing]], συν. [[εἶναι]] to [[give]] one's [[consent]] to a [[thing]], τινι or absol., Hdt.; c. acc. et inf. to [[consent]] that . ., Hdt.
}}
}}