Anonymous

στρωμνή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> lit étendu, couche;<br /><b>2</b> couverture de lit.<br />'''Étymologie:''' [[στρώννυμι]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> lit étendu, couche;<br /><b>2</b> couverture de lit.<br />'''Étymologie:''' [[στρώννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στρωμνή''': ἡ, ἐστρωμένη [[κλίνη]] ἢ παρεσκευασμένη· [[καθόλου]], [[κλίνη]], ἀνάκλιντρον, Πινδ. Π. 1. 54, κτλ., καὶ Ἀττ., ὡς Αἰσχύλ. Χο. 671, Εὐρ. Φοίν. 421, Θουκ. 8. 81, Ξεν. Συμπ. 4. 38· [[στρῶμα]], στρώματα καὶ σκεπάσματα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 1, 30· στρ. [[ἄφθιτος]], ἐπὶ τοῦ χρυσοῦ δέρματος, Πινδ. Π. 4. 410.
|elnltext=στρωμνή -ῆς, ἡ, Aeol. en Dor. στρώμνᾱ [στρώννυμι] bed. matras, beddengoed.
}}
{{elru
|elrutext='''στρωμνή:''' дор. [[στρωμνά]] (ᾱ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[постель]], [[ложе]] Pind., Aesch., Thuc., Xen., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> [[покрывало]] Xen.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''στρωμνή:''' ἡ, στρωμένο ή προετοιμασμένο [[κρεβάτι]]· γενικά, [[κρεβάτι]], [[ανάκλιντρο]], σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· [[στρώμα]], κλινοσκεπάσματα, στρωσίδια, σε Ξεν.· στρωμνὴ [[ἄφθιτος]], λέγεται για το χρυσόμαλλο [[δέρας]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''στρωμνή:''' ἡ, στρωμένο ή προετοιμασμένο [[κρεβάτι]]· γενικά, [[κρεβάτι]], [[ανάκλιντρο]], σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· [[στρώμα]], κλινοσκεπάσματα, στρωσίδια, σε Ξεν.· στρωμνὴ [[ἄφθιτος]], λέγεται για το χρυσόμαλλο [[δέρας]], σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στρωμνή:''' дор. [[στρωμνά]] (ᾱ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[постель]], [[ложе]] Pind., Aesch., Thuc., Xen., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> [[покрывало]] Xen.
|lstext='''στρωμνή''': ἡ, ἐστρωμένη [[κλίνη]] ἢ παρεσκευασμένη· [[καθόλου]], [[κλίνη]], ἀνάκλιντρον, Πινδ. Π. 1. 54, κτλ., καὶ Ἀττ., ὡς Αἰσχύλ. Χο. 671, Εὐρ. Φοίν. 421, Θουκ. 8. 81, Ξεν. Συμπ. 4. 38· [[στρῶμα]], στρώματα καὶ σκεπάσματα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 1, 30· στρ. [[ἄφθιτος]], ἐπὶ τοῦ χρυσοῦ δέρματος, Πινδ. Π. 4. 410.
}}
{{elnl
|elnltext=στρωμνή -ῆς, , Aeol. en Dor. στρώμνᾱ [στρώννυμι] bed. matras, beddengoed.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στρωμνή]], ἡ,<br />a bed [[spread]] or [[prepared]]; [[generally]], a bed, [[couch]], Pind., Aesch., etc.: a [[mattress]], [[bedding]], Xen.; στρ. [[ἄφθιτος]], of the [[golden]] [[fleece]], Pind. [from [[στρώτης]]
|mdlsjtxt=[[στρωμνή]], ἡ,<br />a bed [[spread]] or [[prepared]]; [[generally]], a bed, [[couch]], Pind., Aesch., etc.: a [[mattress]], [[bedding]], Xen.; στρ. [[ἄφθιτος]], of the [[golden]] [[fleece]], Pind. [from [[στρώτης]]
}}
}}