Anonymous

συγκτίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>pf.</i> συνέκτικα, <i>Pass. pf.</i> συνέκτισμαι;<br />fonder avec ; coloniser avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κτίζω]].
|btext=<i>pf.</i> συνέκτικα, <i>Pass. pf.</i> συνέκτισμαι;<br />fonder avec ; coloniser avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κτίζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συγκτίζω''': μέλλ. -ίσω· πρκμ. -έκτικα· βοηθῶ τινα ἢ συνεργῶ μετά τινος εἰς κτίσιν πόλεως, ἢ ἵδρυσιν ἀποικίας, συγκτίζουσι Βάττῳ Κυρρήνην Ἡρόδ. 4. 156, πρβλ. Θουκ. 7. 57· τῶν συνεκτικότων τὴν πατρίδα Συλλ. Ἐπιγρ. 2771. 1. 6, πρβλ. 2814. 2) αὐλῶνες εὖ συνεκτισμένοι, [[καλῶς]] κεκαλλιεργημένοι, Στράβ. 206. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., συνεργῶ εἰς τὴν δημιουργίαν. ― Παθ., δημιουργοῦμαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, Ἑβδ. (Σειρὰχ Α΄, 14).
|elnltext=συγ-κτίζω, Att. ook ξυγκτίζω samen met... stichten, met dat.. σ. Βάττῳ Κυρήνην samen met Battus Cyrene stichten Hdt. 4.156.2.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκτίζω:''' [[совместно основывать или колонизовать]] (Κυρήνην τινί Her.): τὴν Γέλαν Ῥοδίοις ξυγκτίσαι Thuc. основать вместе с родосцами Гелу.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συγκτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, παρακ. <i>-έκτῐκα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[μετέχω]] από κοινού στην [[ίδρυση]] ή τον αποικισμό, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., μτχ. παρακ., <i>συνεκτισμένος</i>, αυτός που έχει αναπτυχθεί [[καλά]].
|lsmtext='''συγκτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, παρακ. <i>-έκτῐκα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[μετέχω]] από κοινού στην [[ίδρυση]] ή τον αποικισμό, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., μτχ. παρακ., <i>συνεκτισμένος</i>, αυτός που έχει αναπτυχθεί [[καλά]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγκτίζω:''' [[совместно основывать или колонизовать]] (Κυρήνην τινί Her.): τὴν Γέλαν Ῥοδίοις ξυγκτίσαι Thuc. основать вместе с родосцами Гелу.
|lstext='''συγκτίζω''': μέλλ. -ίσω· πρκμ. -έκτικα· βοηθῶ τινα ἢ συνεργῶ μετά τινος εἰς κτίσιν πόλεως, ἢ ἵδρυσιν ἀποικίας, συγκτίζουσι Βάττῳ Κυρρήνην Ἡρόδ. 4. 156, πρβλ. Θουκ. 7. 57· τῶν συνεκτικότων τὴν πατρίδα Συλλ. Ἐπιγρ. 2771. 1. 6, πρβλ. 2814. 2) αὐλῶνες εὖ συνεκτισμένοι, [[καλῶς]] κεκαλλιεργημένοι, Στράβ. 206. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., συνεργῶ εἰς τὴν δημιουργίαν. ― Παθ., δημιουργοῦμαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, Ἑβδ. (Σειρὰχ Α΄, 14).
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-κτίζω, Att. ook ξυγκτίζω samen met... stichten, met dat.. σ. Βάττῳ Κυρήνην samen met Battus Cyrene stichten Hdt. 4.156.2.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ίσω perf. -έκτῐκα<br /><b class="num">I.</b> to [[join]] with [[another]] in founding or colonising, Hdt., Thuc.<br /><b class="num">II.</b> Pass., perf. [[part]]. συνεκτισμένος well-[[cultivated]].
|mdlsjtxt=fut. ίσω perf. -έκτῐκα<br /><b class="num">I.</b> to [[join]] with [[another]] in founding or colonising, Hdt., Thuc.<br /><b class="num">II.</b> Pass., perf. [[part]]. συνεκτισμένος well-[[cultivated]].
}}
}}