Anonymous

συμμετέχω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> συμμετασχήσω;<br />avoir <i>ou</i> prendre part : τινος à qch ; τινί τινος avec qqn à qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μετέχω]].
|btext=<i>f.</i> συμμετασχήσω;<br />avoir <i>ou</i> prendre part : τινος à qch ; τινί τινος avec qqn à qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μετέχω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμμετέχω''': [[μετέχω]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] μετά τινος εἴς τι, μετὰ δοτ. προσ. καὶ γεν. πράγμ., Βάκχαις συμμετασχήσω χορῶν Εὐρ. Βάκχ. 63· τινὶ τῆς μάχης, τῆς ἀριστείας Πλουτ. Πύρρ. 4, κτλ.· μετὰ μόνης γενικῆς, δορὸς Εὐρ. Ἱκέτ. 648· τοῦ ἔργου Ξεν. Ἀνάβ. 7. 8, 17· βουλῆς Ἀριστ. Πολιτ. 7. 10, 12· ἀπολ., Πλάτ. Θεαίτ. 181C· πρβλ. [[συμμετίσχω]].
|elnltext=συμ-μετέχω mede behoren tot, met dat.: τοῖς περὶ Δημήτριον συμμετεῖχε hij was één van de mannen van Demetrius Plut. Pyrrh. 4.4. samen (met...) deelnemen (aan), met gen. aan iets; met dat. met iem.
}}
{{elru
|elrutext='''συμμετέχω:''' (fut. συμμετασχήσω) совместно участвовать (со)участвовать (του ἔργου Xen.; [[βουλῆς]] Arst.): σ. τινί τινος Eur., Plut. принимать участие с кем-л. в чем-л.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συμμετέχω:''' μέλ. <i>-μεθέξω</i>, [[μετέχω]] σε [[κάτι]] μαζί με άλλους, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σ' αυτό από κοινού, με δοτ. και γεν. πράγμ., σε Ευρ.· με γεν. πράγμ. μόνο, στον ίδ., σε Ξεν.
|lsmtext='''συμμετέχω:''' μέλ. <i>-μεθέξω</i>, [[μετέχω]] σε [[κάτι]] μαζί με άλλους, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σ' αυτό από κοινού, με δοτ. και γεν. πράγμ., σε Ευρ.· με γεν. πράγμ. μόνο, στον ίδ., σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμμετέχω:''' (fut. συμμετασχήσω) совместно участвовать (со)участвовать (του ἔργου Xen.; [[βουλῆς]] Arst.): σ. τινί τινος Eur., Plut. принимать участие с кем-л. в чем-л.
|lstext='''συμμετέχω''': [[μετέχω]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] μετά τινος εἴς τι, μετὰ δοτ. προσ. καὶ γεν. πράγμ., Βάκχαις συμμετασχήσω χορῶν Εὐρ. Βάκχ. 63· τινὶ τῆς μάχης, τῆς ἀριστείας Πλουτ. Πύρρ. 4, κτλ.· μετὰ μόνης γενικῆς, δορὸς Εὐρ. Ἱκέτ. 648· τοῦ ἔργου Ξεν. Ἀνάβ. 7. 8, 17· βουλῆς Ἀριστ. Πολιτ. 7. 10, 12· ἀπολ., Πλάτ. Θεαίτ. 181C· πρβλ. [[συμμετίσχω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-μετέχω mede behoren tot, met dat.: τοῖς περὶ Δημήτριον συμμετεῖχε hij was één van de mannen van Demetrius Plut. Pyrrh. 4.4. samen (met...) deelnemen (aan), met gen. aan iets; met dat. met iem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -μεθέξω<br />to partake of a [[thing]] with others, [[take]] [[part]] in it with others, c. dat. pers. et gen. rei, Eur.; with [[genitive]] rei only, Eur., Xen.
|mdlsjtxt=fut. -μεθέξω<br />to partake of a [[thing]] with others, [[take]] [[part]] in it with others, c. dat. pers. et gen. rei, Eur.; with [[genitive]] rei only, Eur., Xen.
}}
}}