Anonymous

συμμεθίστημι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>ao.2</i> συμμετέστην, <i>etc.</i><br />se déplacer <i>ou</i> changer avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μεθίστημι]].
|btext=<i>ao.2</i> συμμετέστην, <i>etc.</i><br />se déplacer <i>ou</i> changer avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μεθίστημι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμμεθίστημι''': [[συμμεταβάλλω]], Ἀριστ. Προβλ. 26. 2, 2· γ΄ ἑνικ. συμμεθιστᾷ (ἐκ τοῦ -ιστάω), Στράβ. 56. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἄνδρα κατιδὼν Ἰταλὸν ἐπέχοντα τῷ Πύρρω, καὶ τὸν ἵππον ἀντιπαρεξάγοντα, καὶ μεθιστάμενον ἀεὶ καὶ συγκινούμενον, ἀλλάσσοντα συγχρόνως μετ’ [[αὐτοῦ]] θέσιν καὶ κινούμενον [[ὅπως]] καὶ [[ἐκεῖνος]], Πλουτ. Πύρρ. 16, κτλ.
|elnltext=συμ-μεθίστημι tegelijk (met...) van plaats doen veranderen, samen (met iem.) verplaatsen, met dat. met iem.
}}
{{elru
|elrutext='''συμμεθίστημι:''' [[вместе перемещать]], [[увлекать за собой]] (τὴν τοῦ ἀέρος κίνησιν Arst.): συμμεθίστασθαί τινι Plut. перемещаться или изменяться вслед за или вместе с кем(чем)-л.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συμμεθίστημι:'''<b class="num">I.</b> [[συμμετέχω]] στη [[μεταβολή]] κάποιου πράγματος, [[συμμεταβάλλω]]· γʹ ενικ. <i>συμμεθιστᾷ</i> (από <i>-[[ιστάω]]</i>), σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., [[αλλάζω]] συγχρόνως [[θέση]] με κάποιον, σε Πλούτ.
|lsmtext='''συμμεθίστημι:'''<b class="num">I.</b> [[συμμετέχω]] στη [[μεταβολή]] κάποιου πράγματος, [[συμμεταβάλλω]]· γʹ ενικ. <i>συμμεθιστᾷ</i> (από <i>-[[ιστάω]]</i>), σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., [[αλλάζω]] συγχρόνως [[θέση]] με κάποιον, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμμεθίστημι:''' [[вместе перемещать]], [[увлекать за собой]] (τὴν τοῦ ἀέρος κίνησιν Arst.): συμμεθίστασθαί τινι Plut. перемещаться или изменяться вслед за или вместе с кем(чем).
|lstext='''συμμεθίστημι''': [[συμμεταβάλλω]], Ἀριστ. Προβλ. 26. 2, 2· γ΄ ἑνικ. συμμεθιστᾷ (ἐκ τοῦ -ιστάω), Στράβ. 56. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἄνδρα κατιδὼν Ἰταλὸν ἐπέχοντα τῷ Πύρρω, καὶ τὸν ἵππον ἀντιπαρεξάγοντα, καὶ μεθιστάμενον ἀεὶ καὶ συγκινούμενον, ἀλλάσσοντα συγχρόνως μετ’ [[αὐτοῦ]] θέσιν καὶ κινούμενον [[ὅπως]] καὶ [[ἐκεῖνος]], Πλουτ. Πύρρ. 16, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-μεθίστημι tegelijk (met...) van plaats doen veranderen, samen (met iem.) verplaatsen, met dat. met iem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[help]] in changing, 3rd sg. συμμεθιστᾷ (from -ιστάὠ Strab.<br /><b class="num">II.</b> Pass., with aor2 et perf. act., to [[change]] places [[along]] with [[another]], Plut.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[help]] in changing, 3rd sg. συμμεθιστᾷ (from -ιστάὠ Strab.<br /><b class="num">II.</b> Pass., with aor2 et perf. act., to [[change]] places [[along]] with [[another]], Plut.
}}
}}