Anonymous

συγκεράννυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> συγκεράσω, <i>att.</i> συγκερῶ, <i>etc.</i><br /><i>Pass. f.</i> συγκραθήσομαι, <i>ao.</i> συνεκράσθην <i>ou</i> συνεκεράσθην, <i>pf.</i> συγκέκραμαι;<br />mêler avec, mélanger ; fig. <i>Pass.</i> être formé par un échange de bon vouloir <i>en parl. d'amitié</i>;<br /><i><b>Moy.</b></i> συγκεράννυμαι (<i>ao.</i> συνεκερασάμην);<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> mêler pour soi : [[φιλίαν]] [[πρός]] τινα HDT contracter amitié avec qqn;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> :<br /><b>1</b> se lier avec, τινι;<br /><b>2</b> se familiariser ; <i>au pf.</i> être familiarisé avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κεράννυμι]].
|btext=<i>f.</i> συγκεράσω, <i>att.</i> συγκερῶ, <i>etc.</i><br /><i>Pass. f.</i> συγκραθήσομαι, <i>ao.</i> συνεκράσθην <i>ou</i> συνεκεράσθην, <i>pf.</i> συγκέκραμαι;<br />mêler avec, mélanger ; fig. <i>Pass.</i> être formé par un échange de bon vouloir <i>en parl. d'amitié</i>;<br /><i><b>Moy.</b></i> συγκεράννυμαι (<i>ao.</i> συνεκερασάμην);<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> mêler pour soi : [[φιλίαν]] [[πρός]] τινα HDT contracter amitié avec qqn;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> :<br /><b>1</b> se lier avec, τινι;<br /><b>2</b> se familiariser ; <i>au pf.</i> être familiarisé avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κεράννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συγκεράννῡμι''': ἢ -ύω, ποιητ. [[συγκεράω]], Νικ. Ἀλεξιφ. 321· μέλλ. -κεράσω [ᾰ]· πρκμ. -κέκρᾱκα. ― Παθ., μέλλ. συγκρᾱθήσομαι Εὐρ. Ἴων 406· ἀόρ. α΄ συνεκράθην [ᾱ], Ἰων. -εκρήθην· [[ὡσαύτως]] -εκεράσθην Πλάτ. Νόμ. 889C. πρκμ. συγκέκρᾱμαι. Ἀναμιγνύω μετά τινος, συγκιρνῶ, πολλὰ ἑνὶ ἢ εἰς ἓν ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 424D, Τιμ. 68D· λύπῃ τὴν ἡδονὴν ξ., συγκιρνῶ, [[μετριάζω]] τὴν ἡδονὴν ἀναμιγνύων αὐτὴν μετὰ λύπης, αὐτ. ἐν Φιλήβ. 50A· τὸ πικρὸν μέλιτι Ἀνθ. Π. 12. 154. 2) ἀναμιγνύω, ἀνακατώνω, πολλὰ Πλάτ. Κρατ. 424E· τὸν πέμπτον [κύαθον] Ἀνθ. Π. 12. 168· [[μέλος]] συγκεράσας τις ἐγχέοι Ἀνακρεόντ. 20· ἐξ ἀμφοτέρων ξ., [[κάμνω]] [[μῖγμα]] ἐξ ἀμφοτέρων, Πλάτ. Πολ. 397C. 3) συγκιρνῶ, συνθέτω, συναποτελῶ, τὸ [[σῶμα]] Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιβ΄, 24. ΙΙ. συχνότερον ἐν τῷ παθ., συναναμίγνυμαι, συμμιγνύομαι, συναυξάνομαι, συνενοῦμαι, τινι ἢ [[πρός]] τι Πλάτ. Τίμ. 68E, Φίληβ. 46A. 2) συμμίγνυμαι, τὰ παλαιὰ συγκεκρ. ἄλγη, τὰ συνηνωμένα παλαιὰ ἄλγη, Αἰσχύλ. Χο. 744· παίδων [[ὅπως]] νῷν [[σπέρμα]] Εὐρ. Ἴων ἔνθ’ ἀνωτ.· [[ὁμοῦ]] τό τε φαῦλον καὶ τὸ [[μέσον]] καὶ τὸ [[πάνυ]] ἀκριβῶς... ξυγκραθὲν Θουκ. 6. 18· τῇ τῶν ἐναντίων κράσει ξ. Πλάτ. Νόμ. 889C· ἔκ τινων ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 37A· ἀπό τινων ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 59A· [[παιδεία]] εὐκαίρως συγκεκραμένη Δημ. 1414. 7· συγκέκραται αὐτῶν ἡ [[φύσις]], ἐπὶ τοῦ κυνὸς καὶ τῆς ἀλώπεκος, Ξεν. Κυν. 3, 1. 3) ἐπὶ φιλίας, σχηματίζομαι ἐκ τῆς στενῆς ἑνότητος καὶ σχέσεως, φιλίαι μεγάλαι συνεκρήθησαν Ἡρόδ. 4. 152, [[ἔνθα]] ἴδε Wess· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συγκεράσασθαι φιλίαν, ἀποτελῶ στενὴν φιλίαν, [[πρός]] τινα, μετά τινος, Ἡρόδ. 7. 151· πρβλ. Διον. Ἁλ. 6. 7, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ 138. 4) ἐπὶ προσώπων, ποιῶ στενὴν φιλίαν μετά τινος, [[γίνομαι]] στενὸς φίλος τινός, τινι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 1. β) [[ἔρχομαι]] εἰς στενὴν συνάφειαν μέ τι, συγκέκραμαι δύᾳ Σοφ. Ἀντ. 1311· πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι Ἀριστοφ. Πλ. 853· οὕτω, [[πενία]] δὲ συγκραθεῖσα δυσσεβεῖ τρόπῳ Σοφ. Ἀποσπ. 681· οἴκτῳ τῷδε συγκεκραμένη, [[βαρέως]] πάσχουσα ἐκ…, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 895· περὶ τοῦ χωρίου τοῦ ἐν Τρ. 662, ἴδε ἐν λ. [[πάγχριστος]]. 5) ἐπὶ φωνηέντων, συγχωνεύομαι, συνενοῦμαι εἰς ἕν, [[πάσχω]] συναλοιφήν, κρᾶσιν, Δράκων. ΙΙΙ. Μέσ., ἀναμιγνύω, συγκιρνῶ δι’ ἐμαυτόν, πάντα εἰς μίαν ἰδέαν Πλάτ. Τίμ. 35A, πρβλ. 69D· σ. αἰσθήσεις νῷ ὁ αὐτ. Νόμ. 961A.
|elnltext=συγ-κεράννυμι en συγκεραννύω, Att. ook ξυγκεράννυμι door elkaar mengen, vermengen; met acc. en dat., met πρός + acc. met iets:; λύπῃ τὴν ἡδονὴν σ. het genot vermengen met pijn Plat. Phlb. 50a; ook med.;; σ. εἰς μίαν ἰδέαν vermengen tot één vorm Plat. Tim. 35a; perf. med.-pass. συγκέκραμαι uitbr. door en door verbonden zijn met, met dat.: συγκέκραμαι δύᾳ ik ben door en door verbonden met leed Soph. Ant. 1311. tot één geheel vormen, samenstellen:; θεὸς συνεκέρασεν τὸ σῶμα God heeft het lichaam samengesteld NT 1 Cor. 12.24; pass..; πάντα ὁπόσα τῇ τῶν ἐναντίων κράσει … συνεκεράσθη alles wat tot een geheel is gevormd door de vermenging van tegengestelden Plat. Lg. 889c; met ἐκ + gen., met ἀπό + gen. uit iets; med. overdr. van vriendschappen en vijandschappen:; τὴν πρὸς Ξέρξην φιλίην συνεκεράσαντο de vriendschap die ze met Xerxes hadden gesloten Hdt. 7.151; ook pass.. φιλίαι μεγάλαι συνεκρήθησαν hechte vriendschappen werden gesloten Hdt. 4.153.1.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκεράννῡμι:''' (fut. συγκεράσω, pf. συγκέκρᾱκα; pass.: fut. συγκρᾱθήσομαι, aor. 1 συνεκράθην с ᾱ - ион. [[συνεκρήθην]], тж. συνεκεράσθην, pf. συγκέκρᾱμαι)<br /><b class="num">1)</b> [[подмешивать]], [[примешивать]] (τὴν ἡδονὴν λύπῃ Plat.; τὸ πικρὸν μέλιτι Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[смешивать]] (τὰ πολλὰ εἰς ἕν Plat.; χυμὸς συγκραθείς Arst.; [[κρᾶσις]] ἀπὸ τῆς ἡδονῆς συγκεκραμένη καὶ τῆς λυπης Plat.): ἐξ ἀμφοτέρων ξ. Plat. делать смесь из обоих элементов; τὰ συγκεκραμένα ἄλγη Aesch. смесь (различных) бедствий;<br /><b class="num">3)</b> смешивать в надлежащем соотношении, т. е. строить соразмерно (τὸ [[σῶμα]] NT);<br /><b class="num">4)</b> (о взаимоотношениях) тж. med. устанавливать, заключать (Κυρηναίοισι ἐς Σαμίους φιλίαι συνεκρήθησαν Her.): τὴν πρός τινα [[φιλίαν]] συγκεράσασθαι Her. завязать дружбу с кем-л.; τοῖς ἡλικιώταις συγκεράννυσθαι Xen. входить в сношения со сверстниками; συγκρατεὶς δι᾽ ἔρωτος πρός τινα Plut. влюбленный в кого-л.; οἴκτῳ συγκεκραμένος Soph. погруженный в скорбь; συγκεράσασθαι δύᾳ Soph. быть постигнутым бедой; συγκεκραμένος τῇ πίστει τοῖς ἀκούσασιν NT внушивший слушателям веру (в свои слова).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''συγκεράννῡμι:''' ή -ύω, μέλ. -κεράσω [ᾰ], παρακ. <i>-κέκρᾰκα</i> — Παθ., μέλ. <i>-κραθήσομαι</i>, αόρ. αʹ -εκράθην [ᾱ], Ιων. <i>-εκρήθην</i>· παρακ. <i>-κέκρᾱμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αναμειγνύω]] μαζί με, [[ανακατεύω]] μαζί, [[συνταιριάζω]] με, κάνω [[χαρμάνι]] από, [[διαλύω]] με το [[ανακάτεμα]], <i>τί τινι</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[αναμειγνύω]], [[ανακατεύω]], [[ανακατώνω]] [[πολλά]], στον ίδ.· ἐξ ἀμφοτέρων [[ξυγκεράννυμι]], κάνω ένα [[μείγμα]] από [[δύο]] υλικά, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[αναμειγνύω]], [[συνθέτω]], [[συνάπτω]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., είμαι αναμεμειγμένος, ανακατεμένος μαζί με, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για φιλίες, φιλικές σχέσεις, σχηματίζομαι μέσω στενής σύνδεσης, σχέσης, σε Ηρόδ. — Μέσ., συγκεράσασθαι [[φιλίαν]], [[συνάπτω]] [[στενή]] φιλική [[σχέση]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα, είμαι [[στενά]] συνδεδεμένος με, <i>τινι</i>, σε Ξεν.· εμπλέκομαι, σχετίζομαι με τη [[δυστυχία]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>οἴκτῳ συγκεκραμένη</i>, αυτή που πάσχει [[σοβαρά]] από..., στον ίδ.
|lsmtext='''συγκεράννῡμι:''' ή -ύω, μέλ. -κεράσω [ᾰ], παρακ. <i>-κέκρᾰκα</i> — Παθ., μέλ. <i>-κραθήσομαι</i>, αόρ. αʹ -εκράθην [ᾱ], Ιων. <i>-εκρήθην</i>· παρακ. <i>-κέκρᾱμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αναμειγνύω]] μαζί με, [[ανακατεύω]] μαζί, [[συνταιριάζω]] με, κάνω [[χαρμάνι]] από, [[διαλύω]] με το [[ανακάτεμα]], <i>τί τινι</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[αναμειγνύω]], [[ανακατεύω]], [[ανακατώνω]] [[πολλά]], στον ίδ.· ἐξ ἀμφοτέρων [[ξυγκεράννυμι]], κάνω ένα [[μείγμα]] από [[δύο]] υλικά, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[αναμειγνύω]], [[συνθέτω]], [[συνάπτω]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., είμαι αναμεμειγμένος, ανακατεμένος μαζί με, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για φιλίες, φιλικές σχέσεις, σχηματίζομαι μέσω στενής σύνδεσης, σχέσης, σε Ηρόδ. — Μέσ., συγκεράσασθαι [[φιλίαν]], [[συνάπτω]] [[στενή]] φιλική [[σχέση]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα, είμαι [[στενά]] συνδεδεμένος με, <i>τινι</i>, σε Ξεν.· εμπλέκομαι, σχετίζομαι με τη [[δυστυχία]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>οἴκτῳ συγκεκραμένη</i>, αυτή που πάσχει [[σοβαρά]] από..., στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγκεράννῡμι:''' (fut. συγκεράσω, pf. συγκέκρᾱκα; pass.: fut. συγκρᾱθήσομαι, aor. 1 συνεκράθην с ᾱ - ион. [[συνεκρήθην]], тж. συνεκεράσθην, pf. συγκέκρᾱμαι)<br /><b class="num">1)</b> [[подмешивать]], [[примешивать]] (τὴν ἡδονὴν λύπῃ Plat.; τὸ πικρὸν μέλιτι Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[смешивать]] (τὰ πολλὰ εἰς ἕν Plat.; χυμὸς συγκραθείς Arst.; [[κρᾶσις]] ἀπὸ τῆς ἡδονῆς συγκεκραμένη καὶ τῆς λυπης Plat.): ἐξ ἀμφοτέρων ξ. Plat. делать смесь из обоих элементов; τὰ συγκεκραμένα ἄλγη Aesch. смесь (различных) бедствий;<br /><b class="num">3)</b> смешивать в надлежащем соотношении, т. е. строить соразмерно (τὸ [[σῶμα]] NT);<br /><b class="num">4)</b> (о взаимоотношениях) тж. med. устанавливать, заключать (Κυρηναίοισι ἐς Σαμίους φιλίαι συνεκρήθησαν Her.): τὴν πρός τινα [[φιλίαν]] συγκεράσασθαι Her. завязать дружбу с кем-л.; τοῖς ἡλικιώταις συγκεράννυσθαι Xen. входить в сношения со сверстниками; συγκρατεὶς δι᾽ ἔρωτος πρός τινα Plut. влюбленный в кого-л.; οἴκτῳ συγκεκραμένος Soph. погруженный в скорбь; συγκεράσασθαι δύᾳ Soph. быть постигнутым бедой; συγκεκραμένος τῇ πίστει τοῖς ἀκούσασιν NT внушивший слушателям веру (в свои слова).
|lstext='''συγκεράννῡμι''': ἢ -ύω, ποιητ. [[συγκεράω]], Νικ. Ἀλεξιφ. 321· μέλλ. -κεράσω [ᾰ]· πρκμ. -κέκρᾱκα. ― Παθ., μέλλ. συγκρᾱθήσομαι Εὐρ. Ἴων 406· ἀόρ. α΄ συνεκράθην [], Ἰων. -εκρήθην· [[ὡσαύτως]] -εκεράσθην Πλάτ. Νόμ. 889C. πρκμ. συγκέκρᾱμαι. Ἀναμιγνύω μετά τινος, συγκιρνῶ, πολλὰ ἑνὶ ἢ εἰς ἓν ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 424D, Τιμ. 68D· λύπῃ τὴν ἡδονὴν ξ., συγκιρνῶ, [[μετριάζω]] τὴν ἡδονὴν ἀναμιγνύων αὐτὴν μετὰ λύπης, ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 50A· τὸ πικρὸν μέλιτι Ἀνθ. Π. 12. 154. 2) ἀναμιγνύω, ἀνακατώνω, πολλὰ Πλάτ. Κρατ. 424E· τὸν πέμπτον [κύαθον] Ἀνθ. Π. 12. 168· [[μέλος]] συγκεράσας τις ἐγχέοι Ἀνακρεόντ. 20· ἐξ ἀμφοτέρων ξ., [[κάμνω]] [[μῖγμα]] ἐξ ἀμφοτέρων, Πλάτ. Πολ. 397C. 3) συγκιρνῶ, συνθέτω, συναποτελῶ, τὸ [[σῶμα]] Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιβ΄, 24. ΙΙ. συχνότερον ἐν τῷ παθ., συναναμίγνυμαι, συμμιγνύομαι, συναυξάνομαι, συνενοῦμαι, τινι ἢ [[πρός]] τι Πλάτ. Τίμ. 68E, Φίληβ. 46A. 2) συμμίγνυμαι, τὰ παλαιὰ συγκεκρ. ἄλγη, τὰ συνηνωμένα παλαιὰ ἄλγη, Αἰσχύλ. Χο. 744· παίδων [[ὅπως]] νῷν [[σπέρμα]] Εὐρ. Ἴων ἔνθ’ ἀνωτ.· [[ὁμοῦ]] τό τε φαῦλον καὶ τὸ [[μέσον]] καὶ τὸ [[πάνυ]] ἀκριβῶς... ξυγκραθὲν Θουκ. 6. 18· τῇ τῶν ἐναντίων κράσει ξ. Πλάτ. Νόμ. 889C· ἔκ τινων ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 37A· ἀπό τινων ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 59A· [[παιδεία]] εὐκαίρως συγκεκραμένη Δημ. 1414. 7· συγκέκραται αὐτῶν ἡ [[φύσις]], ἐπὶ τοῦ κυνὸς καὶ τῆς ἀλώπεκος, Ξεν. Κυν. 3, 1. 3) ἐπὶ φιλίας, σχηματίζομαι ἐκ τῆς στενῆς ἑνότητος καὶ σχέσεως, φιλίαι μεγάλαι συνεκρήθησαν Ἡρόδ. 4. 152, [[ἔνθα]] ἴδε Wess· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συγκεράσασθαι φιλίαν, ἀποτελῶ στενὴν φιλίαν, [[πρός]] τινα, μετά τινος, Ἡρόδ. 7. 151· πρβλ. Διον. Ἁλ. 6. 7, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ 138. 4) ἐπὶ προσώπων, ποιῶ στενὴν φιλίαν μετά τινος, [[γίνομαι]] στενὸς φίλος τινός, τινι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 1. β) [[ἔρχομαι]] εἰς στενὴν συνάφειαν μέ τι, συγκέκραμαι δύᾳ Σοφ. Ἀντ. 1311· πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι Ἀριστοφ. Πλ. 853· οὕτω, [[πενία]] δὲ συγκραθεῖσα δυσσεβεῖ τρόπῳ Σοφ. Ἀποσπ. 681· οἴκτῳ τῷδε συγκεκραμένη, [[βαρέως]] πάσχουσα ἐκ…, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 895· περὶ τοῦ χωρίου τοῦ ἐν Τρ. 662, ἴδε ἐν λ. [[πάγχριστος]]. 5) ἐπὶ φωνηέντων, συγχωνεύομαι, συνενοῦμαι εἰς ἕν, [[πάσχω]] συναλοιφήν, κρᾶσιν, Δράκων. ΙΙΙ. Μέσ., ἀναμιγνύω, συγκιρνῶ δι’ ἐμαυτόν, πάντα εἰς μίαν ἰδέαν Πλάτ. Τίμ. 35A, πρβλ. 69D· σ. αἰσθήσεις νῷ ὁ αὐτ. Νόμ. 961A.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-κεράννυμι en συγκεραννύω, Att. ook ξυγκεράννυμι door elkaar mengen, vermengen; met acc. en dat., met πρός + acc. met iets:; λύπῃ τὴν ἡδονὴν σ. het genot vermengen met pijn Plat. Phlb. 50a; ook med.;; σ. εἰς μίαν ἰδέαν vermengen tot één vorm Plat. Tim. 35a; perf. med.-pass. συγκέκραμαι uitbr. door en door verbonden zijn met, met dat.: συγκέκραμαι δύᾳ ik ben door en door verbonden met leed Soph. Ant. 1311. tot één geheel vormen, samenstellen:; ὁ θεὸς συνεκέρασεν τὸ σῶμα God heeft het lichaam samengesteld NT 1 Cor. 12.24; pass..; πάντα ὁπόσα τῇ τῶν ἐναντίων κράσει … συνεκεράσθη alles wat tot een geheel is gevormd door de vermenging van tegengestelden Plat. Lg. 889c; met ἐκ + gen., met ἀπό + gen. uit iets; med. overdr. van vriendschappen en vijandschappen:; τὴν πρὸς Ξέρξην φιλίην συνεκεράσαντο de vriendschap die ze met Xerxes hadden gesloten Hdt. 7.151; ook pass.. φιλίαι μεγάλαι συνεκρήθησαν hechte vriendschappen werden gesloten Hdt. 4.153.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj